Σε μια κοιλάδα ανατολικά του βουνού Τόμαρος, εντοπίζεται η Δωδώνη, ένας σημαντικός αρχαιολογικός τόπος. Κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας, αυτό το μέρος ήταν το θρησκευτικό κέντρο της δυτικής Ελλάδας, αφιερωμένο στον Δία, τον θεό-πατέρα των Ολύμπιων.
Η σημασία της Δωδώνης τονίζεται από πληθώρα αρχαίων κειμένων, που αναφέρονται στο μαντείο και το ιερό της. Η μακραίωνη ιστορία της περιοχής επιβεβαιώνεται από τον ποιητή Ησίοδο, ο οποίος αναφέρεται σε μια Δωδώνη, η οποία είχε την εύνοια του Δία και ορίστηκε ως ένα αξιοσέβαστο μαντείο μεταξύ των ανθρώπων. Ο Ηρόδοτος, από την πλευρά του, αναφέρει τον μυθικό θρύλο των δύο μαύρων περιστεριών που αναχώρησαν από τις Θήβες της Αιγύπτου, με το ένα να φθάνει στη Δωδώνη και να ενθαρρύνει την ίδρυση ενός μαντείου αφιερωμένου στον Δία.
Οι παλαιές μαρτυρίες αναφέρουν πως το μαντείο εξυπηρετούνταν αρχικά μόνο από άνδρες ιερείς, με τις γυναίκες, γνωστές ως «Πελειάδες» (περιστέρια), να προστίθενται αργότερα στο ιερατείο. Οι ιερείς αυτοί περπατούσαν ξυπόλητοι και κοιμούνταν στο χώμα, ώστε να διατηρούν στενή επαφή με τη φύση.

Δωδώνη: Ταξίδι στο χρόνο από τον Όμηρο έως την ανακάλυψη του ιερού μαντείου
Σύμφωνα με την κυρία Ιουλία Κ. Κατσαδήμα όπως γράφει στην ενότητα “Η Δωδώνη στους αιώνες” στο βιβλίο “Αρχαία θέατρα της Ηπείρου“, το πρώτο καταγραφικό στοιχείο για το μαντείο της Δωδώνης εντοπίζεται στα έργα του Ομήρου. Ειδικότερα, στην Ιλιάδα, ο Αχιλλέας επικαλείται τον Δία της Δωδώνης, τον Πελασγικό, προκειμένου να τιμήσει τον Πάτροκλο, ενώ στην Οδύσσεια, ο Οδυσσέας την επισκέπτεται με σκοπό να μάθει πληροφορίες για την επιστροφή του στην Ιθάκη. Ο Αριστοτέλης, στα “Μετεωρολογικά” του, υποστηρίζει ότι το Μαντείο υπήρχε από την εποχή του μεγάλου κατακλυσμού. Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Δευκαλίωνας, κατά την άφιξή του στην περιοχή, παντρεύτηκε την Ωκεανίδα Δωδώνη, η οποία έδωσε το όνομά της στο ιερό, ενώ ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι ο Δευκαλίωνας ήταν αυτός που ίδρυσε το ιερό.
Η κεντρική θεότητα της λατρείας στη Δωδώνη ήταν η ιερή δρυς, γνωστή και ως φηγός, η οποία αναφέρεται σε αρκετά αρχαία ελληνικά κείμενα ως κάτοχος μαντικών δυνάμεων. Αυτή η λατρεία συνδέθηκε με τον Δία, που στη Δωδώνη αποκτά ένα χθόνιο πρόσωπο. Το επίθετο Νάϊος, που αποδόθηκε στον Δία, φαίνεται να προέρχεται από το ρήμα “ναίω”, που σημαίνει “κατοικώ”.
Εκτός από τον Δία, στο ιερό αυτό λατρευόταν και η Διώνη. Υπάρχει η άποψη ότι η λατρεία της Διώνης διατηρεί στοιχεία μιας ακόμη παλαιότερης γυναικείας θεότητας, βάσει ενός αρχαίου ύμνου που απαγγελλόταν από τις ιέρειες στη Δωδώνη. Η Διώνη θεωρείται ότι έγινε σύζυγος του Δία, του θεού των υπόγειων νερών και της βροχής, σε έναν ιερό γάμο που συμβολίζει τη γονιμότητα, με επίκεντρο την ιερή βελανιδιά.

Το θέατρο της Δωδώνης: Μνημείο πολιτισμού και ακμής στην αρχαία Ήπειρο
Υπό τη σκιά του ορεινού όγκου του Τόμαρου, το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης ξεχώριζε ως το πλέον μεγαλειώδες της Ηπείρου και ανάμεσα στα κορυφαία σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, φτάνοντας τα 136 μέτρα σε διάμετρο και με την ικανότητα να φιλοξενεί 17.000 έως 18.000 θεατές, όπως διαβάζουμε από τον κύριο Κωνσταντίνο Ι. Σουέρεφ στα “Αρχαία θέατρα της Ηπείρου“.

Η δημιουργία του θεάτρου στη Δωδώνη αποδίδεται στους Μολοσσούς κατά την εποχή της επικράτησης του Πύρρου, εκμεταλλευόμενοι την υπερβολική φήμη του παλαιότερου Μαντείου της Ελλάδας από τον 5ο αιώνα π.Χ. Τόποι όπως οι Δελφοί και η Ολυμπία, παρά την αίγλη τους από τον 8ο ως τον 4ο αιώνα π.Χ., άρχισαν να χάνουν τη σημασία τους.
Η εποχή του Πύρρου σηματοδότησε μία φάση ακμής για τη Δωδώνη, με την ανέγερση σημαντικών κτιριακών συνόλων όπως ναοί, στοές, το βουλευτήριο, το πρυτανείο, το θέατρο και το στάδιο, αποτελώντας σημαντικά έργα μνημειοποίησης. Ακόμη και μετά τις καταστροφές από τους Αιτωλούς το 210 π.Χ. και την οριστική υποταγή από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., τα κτίρια συνέχισαν να αποκαθίστανται.
Πηγή: Κωνσταντίνος Ι. Σουέρεφ, “Αρχαία θέατρα της Ηπείρου“
Στα χρόνια του Οκτάβιου Αυγούστου, το θέατρο μεταμορφώθηκε σε αρένα για αγώνες με θηρία και μονομάχους. Για την ασφάλεια των θεατών, εγκαταστάθηκε ένας τοίχος στο κατώτερο μέρος του θεάτρου, ο οποίος απομόνωσε το προσκήνιο και τη σκηνή, δημιουργώντας ένα ωοειδές σχήμα. Τα παρασκήνια μετασχηματίστηκαν σε δωμάτια για τη φύλαξη των θηρίων και στο κέντρο του τοίχου της αρένας χτίστηκε μία ορθογώνια κόγχη που χρησίμευε ως καταφύγιο για τους αγωνιζομένους.
Πηγή: Το διάζωμα


Τα υπόλοιπα κτίρια του αρχαιολογικού χώρου είναι:
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβάζουμε στη σελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού τα μνημεία του χώρου είναι τα ακόλουθα:
Το βουλευτήριο
Εκεί συνεδρίαζαν οι εκπρόσωποι της Συμμαχίας (342-233/2 π.Χ.) και αργότερα το Κοινό των Ηπειρωτών (233/2-168 π.Χ.). Οικοδομήθηκε μεταξύ τέλους 4ου και αρχών 3ου αιώνα π.Χ.


Το πρυτανείο
Αποτέλεσε τον χώρο συνεδριάσεων των πρυτάνεων, στεγάζοντας το άσβεστο πυρ και φιλοξενώντας για διαμονή και τροφή τους εκπροσώπους των Ηπειρωτικών φύλων και άλλους επισήμους επισκέπτες.

Τα βάθρα
Τα βάθρα αποτελούν μια σειρά από αναθηματικά βάθρα με αφιερώματα και ψηφίσματα ενώπιον των λατρευτικών κτιρίων, οδηγώντας προς την ιερά οικία.
Η δυτική στοά του Ιερού
Η δυτική στοά του Ιερού συνδέεται με την ανατολική στοά του πρυτανείου, δημιουργώντας ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο.
Ο ναός του Διός – ιερά οικία
Ο ναός του Δία, ή Ιερά Οικία, ήταν ένα απλό αλλά ιδιαίτερα σημαντικό κτίριο για τη λατρεία του Δία, καθώς περικλείει την προφητική βελανιδιά. Η λατρεία του Δία τελούνταν αρχικά στην ύπαιθρο μέχρι την κατασκευή του ναού στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., όπου η βελανιδιά περιβλήθηκε από περίβολο και η λειτουργία του μαντείου ενισχύθηκε με την εισαγωγή του χαλκείου. Η λειτουργεία του μαντείου σταμάτησε με την επικράτηση του Χριστιανισμού στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ.

Ο αρχαιότερος και ο νεότερος ναός της Διώνης
Ο αρχαιότερος ναός βρισκόταν βορειοανατολικά της ιεράς οικίας και μετά την καταστροφή του από του από τους Αιτωλούς κατασκευάστηκε ο δεύτερος νοτιότερα. Η λατρεία της Διώνης είχε πρωταρχική σημασία στο ιερό της Δωδώνης, όπου την θεωρούσαν ως τη μητέρα της Αφροδίτης σύμφωνα με τη μυθολογία. Μαζί με τη Θέμιδα ονομάζονταν «νάιοι θεοί, σύνοικοι και σύνναιοι του Δία», δηλαδή θεότητες που συνοικούσαν και συμβίωναν με τον Δία, ενισχύοντας τον πολυθεϊστικό χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.

Ο ναός της Θέμιδας
Ο ναός της Θέμιδας, ένας από τους τρεις αρχαιότερους ναούς γύρω από την ιερή βελανιδιά, αφιερωμένος στη Θέμιδα, σύζυγο του Δία και κόρη του Ουρανού και της Γης.
Ο ναός του Ηρακλέους
Ο ναός του Ηρακλέους, οικοδομήθηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. κατά τη βασιλεία του Πύρρου, αντανακλά την προσπάθεια του βασιλιά να συνδέσει το γένος του με τον Ηρακλή.
Ο ναός της Αφροδίτης
Ο ναός της Αφροδίτης, κεντρικά τοποθετημένος στο ιερό, χαρακτηρίζεται από τα πήλινα ειδώλια που απεικονίζουν μία γυναικεία μορφή με περιστέρι, σύμβολο της θεάς.
Η χριστιανική βασιλική
Βόρεια του ναού του Ηρακλέους, σε έναν χώρο που καταλαμβάνει εν μέρει τα ερείπια του, χτίστηκε μια τρίκλιτη χριστιανική βασιλική, η οποία αργότερα διευρύνθηκε προς τα ανατολικά. Τα τείχη της βασιλικής κατασκευάστηκαν από πέτρα και ασβέστη, ενσωματώνοντας υλικά από προηγούμενες αρχαίες κατασκευές, όπως κροκαλοπαγείς κίονες από το βουλευτήριο. Η αρχιτεκτονική της βασιλικής αντικατοπτρίζει δύο διακριτές φάσεις κατασκευής, δείγμα της εξέλιξης της χριστιανικής αρχιτεκτονικής κατά την περίοδο αυτή.
Η ακρόπολη Δωδώνης
Η ακρόπολη της Δωδώνης, καταλαμβάνοντας την κορυφή ενός λόφου 23 μέτρων ύψους, περιβάλλεται από ένα ισοδομικό τείχος του 4ου αι. π.Χ., συνδέοντας τα μνημεία της περιοχής με το ιερό του Διός.

Η γιορτή Νάϊα
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της διοργάνωσης “Νάιος δρόμος“, τα Νάϊα ήταν μια γιορτή προς τιμήν του Ναΐου Διός και αποτελούσαν ένα σημαντικό θρησκευτικό και κοινωνικό γεγονός, το οποίο πραγματοποιούνταν κάθε τέσσερα χρόνια. Το κέντρο της γιορτής εντοπιζόταν στους αγώνες, οι οποίοι διέθεταν μια πληθώρα εκδηλώσεων που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων, όπως δραματικούς και μουσικούς αγώνες, αρματοδρομίες, καθώς και γυμνικούς αγώνες, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Αθήναιου. Η εορταστική περίοδος των Ναΐων είχε οριστεί για τον μήνα Απελλαίο, ο οποίος στο σύγχρονο ημερολόγιο συμπίπτει με τον Νοέμβριο, αποτυπώνοντας μια σημαντική περίοδο στο ημερολογιακό κύκλο των αρχαίων Ελλήνων.

Οι αγώνες των Ναΐων πιθανόν απέκτησαν ευρεία αναγνώριση και ένα πανελλήνιο αποτύπωμα κατά τη διάρκεια της εποχής που ο Πύρρος βασίλευε, φτάνοντας σε μεγαλειώδη εορτασμούς ειδικά αφού είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή του θεάτρου για τις τραγωδίες και το ιερό είχε αποκτήσει νέα μεγαλοπρέπεια με την προσθήκη της ιεράς οικίας και διαφόρων ναών. Η απουσία παλαιότερων εγγράφων δεν επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι αγώνες δεν πραγματοποιούνταν πριν από αυτή την περίοδο.
Σε αντιστοιχία με τους Ολύμπιους αγώνες όπου οι νικητές στεφανώνονταν με κλαδιά ελιάς, στα Νέμεα με αγριοσέλινο, και στα Δελφικά με κλαδιά δάφνης, στους αγώνες των Ναΐων οι νικητές πιθανόν στεφανώνονταν με κλαδιά από την ιερή φηγό, υπογραμμίζοντας την ξεχωριστή σημασία και την ιερότητα της γιορτής.
Η παράδοση των αγώνων στη Δωδώνη έλαβε τέλος στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. (391 μ.Χ.), όταν οι χριστιανικές αρχές απαγόρευσαν τη λατρεία και τις εορταστικές δραστηριότητες στο ιερό της Δωδώνης, καθώς και σε όλα τα αρχαία ιερά στην Ελλάδα, σηματοδοτώντας ένα σημαντικό σταθμό στη μετάβαση του πολιτισμικού και θρησκευτικού τοπίου της εποχής.
Πηγή: https://www.naiosdromos.gr/naia-dodonis

Η Ιστορία των ανασκαφών
Η ιστορία των ανασκαφών στη Δωδώνη αρχίζει με την περιπέτεια ξένων εξερευνητών και μορφωμένων Ηπειρωτών, οι οποίοι με επιμονή αναζήτησαν μέσα στα ερείπια των αρχαίων ακροπόλεων της Κεντρικής Ηπείρου τη θέση του περίφημου μαντείου. Ο Άγγλος περιηγητής C. Lincoln, κατά την επίσκεψή του το 1832 στους πρόποδες του Τόμαρου, ήταν ο πρώτος που εντόπισε και τοποθέτησε το μαντείο της Δωδώνης σε αυτή την περιοχή. Ακολούθησε ο Ch. Wordsworth, ο οποίος με τις αναζητήσεις του κατάφερε να οδηγηθεί σωστά και να τοποθετήσει τη Δωδώνη στην ακριβή της θέση, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανακάλυψη και τη μελέτη του σημαντικού αυτού αρχαιολογικού χώρου.
Η εξερεύνηση και ανασκαφή της αρχαίας Δωδώνης ξεκίνησε με την πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραπάνου το 1875, ο οποίος, αν και δεν ήταν επαγγελματίας αρχαιολόγος, ενέπνευσε την αναζήτηση και την αποκάλυψη των ερειπίων του αρχαιότερου ελληνικού μαντείου με δικά του έξοδα και υπό την άδεια της τουρκικής κυβέρνησης. Οι προσπάθειές του Καραπάνου στα έτη 1875 έως 1877 αποκάλυψαν σημαντικά ευρήματα, τα οποία ενίσχυσαν την αρχαιολογική και ιστορική κατανόηση του χώρου. Τα ευρήματα αυτά δωρίστηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, εμπλουτίζοντας τη συλλογή του με πολύτιμα αρχαιολογικά αντικείμενα.
Ωστόσο, μετά την αρχική ανασκαφική δραστηριότητα του Καραπάνου, τα ερείπια άρχισαν να καλύπτονται από προσχώσεις και με την πάροδο του χρόνου ξαναχάθηκαν κάτω από τη γη. Η επόμενη σημαντική φάση των ανασκαφών ξεκίνησε το 1913, οκτώ χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, όταν η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία ανέθεσε στον καθηγητή Ιστορίας Γ. Σωτηριάδη τη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας. Ο πόλεμος του 1921 διέκοψε αυτές τις προσπάθειες, που ανανεώθηκαν το 1929 από τον Ηπειρώτη καθηγητή Αρχαιολογίας Δ. Ευαγγελίδη, με τις εργασίες να συνεχίζονται έως το 1932.
Μετά το θάνατο του Ευαγγελίδη το 1959, ο καθηγητής Αρχαιολογίας Σ. Δάκαρης ανέλαβε την επιστημονική ευθύνη των ανασκαφών, προωθώντας περαιτέρω την έρευνα και την αποκάλυψη της αρχαίας Δωδώνης.
Πηγή: ΔΩΔΩΝΗ, Σωτήρης Ι. Δάκαρης, Ιστορία των ανασκαφών
Στο αρχαιολογικό μουσείο των Ιωαννίνων δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα ευρήματα από το ιερό της Δωδώνης τα οποία εκτίθενται σε μια αίθουσα αφιερωμένη αποκλειστικά σε ένα από τα σπουδαιότερα μαντεία του ελληνικού κόσμου.
Οι ανασκαφές μετά το 1981
Από το 1981 και μετά, η έρευνα και οι ανασκαφικές εργασίες στην αρχαία Δωδώνη διεξάγονται υπό την επίβλεψη της Αρχαιολογικής Εταιρείας, με τη συνεργασία και συγχρηματοδότηση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Οι συστηματικές εργασίες για τη στερέωση και αναστήλωση κρίσιμων μνημείων του χώρου, όπως το θέατρο και το στάδιο, ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’60, βασιζόμενες σε μελέτες του αρχιτέκτονα Β. Χαρίση και χρηματοδοτήθηκαν από την Αρχαιολογική Εταιρεία και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Μέχρι το 1975, το μεγαλύτερο μέρος του θεάτρου είχε αναστηλωθεί, εκτός από το τρίτο διάζωμα και κάποια άλλα τμήματα, επιτρέποντας τη χρήση του για θεατρικές παραστάσεις.
Η συνεχιζόμενη προσπάθεια για την αποκατάσταση του θεάτρου και άλλων μνημείων στον αρχαιολογικό χώρο της Δωδώνης υπογραμμίζει την αφοσίωση στη διατήρηση και προβολή της πλούσιας κληρονομιάς της.
Πηγή: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2365
Παρά τις εργασίες αποκατάστασης, ο αρχαιολογικός χώρος παραμένει επισκέψιμος για το κοινό, προσφέροντας μια μοναδική ευκαιρία για επαφή με την αρχαία ελληνική ιστορία και πολιτισμό.
