fbpx
Follow
Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Πλαίσιο: Ένας οικισμός γεμάτος ιστορία

Το Πλαίσιο είναι ένας ορεινός οικισμός που κατέχει μια σημαντική θέση στην ιστορία και την παράδοση, όντας κάποτε ένα από τα κύρια εμπορικά κέντρα όχι μόνο της Θεσπρωτίας αλλά και ολόκληρης της Ηπείρου.
Ο οικισμός Πλαίσιο

Το Πλαίσιο είναι ένας από τους παραδοσιακούς ορεινούς οικισμούς της Θεσπρωτίας. Είναι κτισμένος στο βορειότερο σημείο της στα 400 μέτρα υψόμετρο και κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, ενώ απέχει από την Ηγουμενίτσα 37 χιλιόμετρα.

Είναι ένα από τα χωριά της παραμεθορίου και οι διάφορες ιστορικές περίοδοι, τα πάσης φύσεως πολεμικά γεγονότα και οι στρατιωτικές συγκρούσεις επηρέασαν το χωριό όπως και την περιοχή. Σήμερα το Πλαίσιο διατηρεί πολλά από τα παλιά αρχοντικά που μαρτυρούν τα παλιά χρόνια της οικονομικής ακμής. Η εσωτερική μετακίνηση και παράλληλα η εξωτερική μετανάστευση ερήμωσαν το χωριό. 

Ιστορικές πληροφορίες σχετικά με τον οικισμό Πλαίσιο

Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής προήλθαν από το Κασνέτσι που ήταν κτισμένο πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης Φυλάκη η οποία είχε πληθυσμό περίπου 4.000 κατοίκους, κάτι που τεκμηριώνεται από την ύπαρξη πολλών ναών, νεκροταφείων και του κάστρου. Το κάστρο πιθανόν χτίστηκε τον 6ο αιώνα κατά την περίοδο του Ιουστινιανού ως μέρος του προγράμματος για την ενίσχυση της άμυνας των πόλεων.

Το Κασνέτσι υπέστη πολλαπλές επιθέσεις και τελικά καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε μεταξύ του 7ου και του 11ου αιώνα. Οι κάτοικοι μετακινήθηκαν προς το λεκανοπέδιο της Πλεσίβιτσας, ίδρυσαν νέους οικισμούς και ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία, επωφελούμενοι από την αφθονία των νερών και τη δυσπρόσιτη σε επιδρομές τοποθεσία.

Το 1350 κάτοικοι των πρώτων οικισμών δημιούργησαν το νέο οικισμό της Αγίας Μαρίνας, ο ο οποίος αργότερα ονομάστηκε Πλησίβρυσα – που σημαίνει “κοντά στην πηγή” – και με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε Πλησίβιτσα. Μέχρι το 1400, το όνομα είχε μετατραπεί στην τελική του μορφή, Πλεσίβιτσα. Το 1431, το χωριό είχε 41 οικογένειες, περίπου 250 κατοίκους, και τον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίνας στην πιο επίπεδη περιοχή.

Μετά την Τουρκική κατάκτηση οικογένειες από τη Βόρεια Ήπειρο, την περιοχή των Ιωαννίνων και της Μακεδονίας κατέφυγαν στην Πλεσίβιτσα αναζητώντας ασφάλεια. Το χωριό διοικούνταν με το σύστημα της Δημογεροντίας, την εκλεγμένη δηλαδή διοίκηση των τοπικών αρχόντων, που διαχειριζόταν όλες τις υποθέσεις της κοινότητας. Κατά τον 18ο αιώνα, η κοινότητα αναπτύχθηκε σε μια πυκνοκατοικημένη και καλά οργανωμένη κοινωνία, με εκκλησίες, πετρόκτιστα σπίτια και δρόμους, που αντανακλούσαν την ευημερία του οικισμού.

Από το 1780 και για περίπου πενήντα χρόνια, λειτούργησε το πρώτο σχολείο, ενώ το 1873 δημιουργήθηκε ένα νέο, μεγαλύτερο κτίριο το οποίο λειτούργησε ως Αρρεναγωγείο. Το παλιό κτίριο σχολείου μετατράπηκε σε Παρθεναγωγείο, αφιερωμένο στη βασική εκπαίδευση των κοριτσιών. Το 1899, το χωριό διέθετε Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο, Παρθεναγωγείο και Νηπιαγωγείο.

Πηγή: ΠΛΕΣΙΒΙΤΣΑ, Πέγκας Ιωάννης

Η ονομασία του χωριού

Σύμφωνα με την παράδοση, η αρχική ονομασία της κοινότητας ήταν Πλησίβρυσα («πλησίον βρύσης»). Μέσα σε μερικά χρόνια, το όνομα μετατράπηκε σε Πλησίβιτσα και μέχρι το έτος 1400, είχε εξελιχθεί σε Πλεσίβιτσα, αντανακλώντας τη σλαβική επιρροή στην περιοχή.

Το 1928, αποφασίστηκε να αλλαχθεί το όνομα του χωριού σε Παράβρυσος, δηλαδή “δίπλα στη βρύση”. Παρ’ όλα αυτά, μετά από δύο χρόνια, κάποιοι κάτοικοι διαφώνησαν με τη νέα ονομασία και τελικά επικράτησε η αλλαγή της σε Πλαίσιο, όνομα που διατηρείται μέχρι σήμερα. Η επιλογή αυτού του ονόματος δικαιολογήθηκε με το ότι ανταποκρίνεται στη φυσική τοποθεσία του χωριού, το οποίο περιβάλλεται από βουνά, παρομοιάζοντάς το με “κορνίζα”. Παρά την αλλαγή, κάποιοι που δεν ικανοποιήθηκαν με την νέα ονομασία συνέχισαν να χρησιμοποιούν την παραλλαγή “Πλέσιον”, θεωρώντας ότι αυτή έμοιαζε περισσότερο με το παραδοσιακό όνομα του τόπου.

Πηγή: ΠΛΕΣΙΒΙΤΣΑ, Πέγκας Ιωάννης

Οι ασχολίες και τα επαγγέλματα στον οικισμό Πλαίσιο


Η καλλιέργεια αμπελιών αποτελούσε την κύρια δραστηριότητα των κατοίκων από τις αρχές της εγκατάστασής τους στην περιοχή και η εκμετάλλευσή της πήρε τεράστιες διαστάσεις. Η εισαγωγή της ελαιοκαλλιέργειας ξεκίνησε με το ξερίζωμα των αμπελιών στην πεδιάδα της Πλεσίβιτσας. Στα χρόνια της παραγωγής του ελαιόλαδου λειτουργούσαν έξι ελαιοτριβεία.

Τα λιβάδια και οι χερσαίες καλλιέργειες λόγω εδάφους εκτάσεις των γύρω λόφων και βουνών επαρκούσαν για τη βοσκή των κοπαδιών της Πλεσίβιτσας. Παράλληλα, στο χωριό υπήρχαν επαγγελματίες όπως ραφτάδες, τσαρουχάδες και παπλωματάδες, ενώ οι σιδηρουργοί ξεπερνούσαν τους δεκαπέντε, παράγοντας είδη που βρίσκαν μεγάλη απήχηση τόσο εντός όσο και εκτός του χωριού, ειδικά προς τη Βόρεια Ήπειρο και τα γύρω χωριά.

Επιπρόσθετα, υπήρχαν τεχνίτες ειδικευμένοι στην επισκευή και αντικατάσταση εξαρτημάτων όπλων, με τους Κονταξαίους να ειδικεύονται στα κοντάκια όπλων και τους Σκαγαίους στην κατασκευή σκαγιών, λαμβάνοντας τα επώνυμά τους από την τέχνη τους. Άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες περιελάμβαναν τους κατασκευαστές αλευρόμυλων, τους βαρελάδες, τους σαμαράδες και τους πεταλωτές, με τη βυρσοδεψία και την επεξεργασία δερμάτων να αποτελούν άλλες σημαντικές τοπικές επιχειρήσεις.

Το Πλαίσιο επίσης διέθετε πάνω από είκοσι παντοπωλεία, που προσέφεραν τα πάντα, από τρόφιμα και υφάσματα μέχρι εργαλεία και πρώτες ύλες για οικοδομές, καλύπτοντας κάθε ανάγκη των κατοίκων.

Πηγή: ΠΛΕΣΙΒΙΤΣΑ, Πέγκας Ιωάννης

Το εμπόριο

Η τοπική οικονομία στηριζόταν σημαντικά στο εμπόριο, το οποίο δεν περιοριζόταν μόνο στις παρακείμενες περιοχές αλλά επεκτεινόταν και σε πιο απομακρυσμένες αγορές. Οι εμπορικές τους συναλλαγές έφταναν μέχρι και τις Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, ενώ μέσω Κέρκυρας, τα προϊόντα τους ταξίδευαν μέχρι τη Βενετία, την Τεργέστη, το Κάιρο και το Παρίσι με καράβια.

Κάθε Σάββατο στο χωριό γινόταν παζάρι στα καταστήματα της κεντρικής πλατείας, το οποίο προσέλκυε επισκέπτες από την ευρύτερη περιοχή.

Το εμπόριο βρισκόταν στο απόγειο του κατά τον 18ο αιώνα, συνέχισε να ακμάζει κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και διατηρήθηκε έντονο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ωστόσο, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η καταστροφική πυρπόληση της Πλεσίβιτσας το 1943 έθεσαν τέλος στην οικονομική της ακμή. Το ενεργό δημογραφικό στοιχείο του χωριού αναγκάστηκε να μετακινηθεί αναζητώντας εργασία σε άλλα μέρη, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας.

Πηγή: ΠΛΕΣΙΒΙΤΣΑ, Πέγκας Ιωάννης

Με καταγωγή από την Πλεσίβιτσα

H Κυρά-Βασιλική

H σκληρή ενηλικίωση και επιβίωση ενός κοριτσιού στα ταραγμένα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Από την Πλεσίβιτσα είναι και η καταγωγή της Βασιλικής  Κονταξή  (1789 – 1835) που είναι  γνωστή ως Κυρά-Βασιλική. Υπήρξε ένα ξεχωριστό πρόσωπο στην ιστορία. Ευνοούμενη και υπό την προστασία του Αλή Πασά, έγινε η τελευταία του σύζυγος. Κόρη του Κίτσου Κονταξή, απήχθη το 1805 από τους ανθρώπους του Αλή Πασά, ο οποίος είχε διατάξει τη λεηλασία της περιοχής Πλεσιβίτσας και τη σφαγή των κατοίκων με την κατηγορία της υπόθαλψης κιβδηλοποιών. Το άτυχο κορίτσι  παραδόθηκε στα Ιωάννινα στον Αλή πασά. Οι ικεσίες της απέτρεψαν τη σφαγή. Ο Αλή Πασάς τη νυμφεύτηκε το 1808, παρά τις αντιρρήσεις της πρώτης γυναίκας του Εμινέ. Ασκούσε σημαντική επιρροή στον Αλή υπέρ των Ελλήνων, και διατήρησε τη χριστιανική της πίστη. Πιθανόν να γνώριζε και το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας.

Συμμερίστηκε ως το τέλος την τύχη του Αλή Πασά και τις τελευταίες μέρες της ζωής του βρέθηκε πλάι του. Ο Αλή πασάς  προαισθανόμενος το τέλος του διέταξε τον έμπιστό του Θανάση Βάγια να σκοτώσει την Βασιλική μετά το θάνατό του κάτι που δεν έκανε ο δεύτερος.

Μετά το θάνατο του Αλή Πασά, η Βασιλική, μαζί με τον Θανάση Βάγια και τον αδελφό της Σίμο, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 1822. Με τη μεσολάβηση του Οικουμενικού Πατριάρχη, απελευθερώθηκε και φιλοξενήθηκε στο Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο την φιλοξενούσε σε σπίτια συνδεδεμένα με την Φιλική Εταιρεία, κάτι που ενισχύει τη θεωρία της συμμετοχής της στην Εθνεγερσία. Παρά την αναζήτηση των θησαυρών του Αλή, μόνο ένα μικρό μέρος της περιουσίας του εντοπίστηκε και κατασχέθηκε.

Η Βασιλική εξορίστηκε στην Προύσα το 1828, όπου έγινε αποδεκτή. Στην Προύσσα βρέθηκε με σοβαρή περιουσία στα χέρια της την οποία  διέθετε σε ευεργεσίες ναών και μοναστηριών.  Αργότερα η Υψηλή Πύλη αναγκάστηκε να την ανακαλέσει μαζί και όλους τους άλλους εξόριστους με τη μέριμνα  του Φαναριού.

Για την κυρά -Βασιλικὴ δόθηκε η εντολή  να επιστρέψει στην Ήπειρο. Το 1830 έφτασε στη Θεσσαλία και πήγε στο Ναύπλιο ζητώντας την προστασία του κυβερνήτη Καποδίστρια . Θεωρείται βέβαιο ότι  του ανέφερε για τους θησαυρούς του Αλή πασά αλλά η μετέπειτα δολοφονία του Καποδίστρια  άφησε ανεξιχνίαστη τη μοίρα των θησαυρών του Αλή πσά.

Από το Ναύπλιο κατέφυγε στο Μεσολόγγι όπου και αντιμετώπισε την περιφρόνηση και απομόνωση, με τη ζωή της να καταλήγει σε μοναξιά και αλκοολισμό. Πέθανε το 1835 και ενταφιάστηκε στο Αιτωλικό.

Πηγή: Άρθρο Αρχιμ. Ανθίμου Κουκουρίδη, νυν Μητροπ. Αλεξανδρουπόλεως

Ο Δημήτριος Ευαγγελίδης


Η Πλεσίβιτσα, σήμερα γνωστή ως Πλαίσιο στη Θεσπρωτία, είναι η γενέτειρα του Δημητρίου Ευαγγελίδη, ο οποίος έζησε από το 1886 ή 1888 έως το 1959. Ο Ευαγγελίδης ήταν μια διακεκριμένη προσωπικότητα στον ακαδημαϊκό κόσμο, αφιερώνοντας τη ζωή του στην αρχαιολογία, την αισθητική και την κριτική τέχνης, με πλούσια συνεισφορά στην αρχαιολογική έρευνα και πανεπιστημιακή διδασκαλία.

Η εκπαιδευτική του πορεία ξεκίνησε στην παιδική του ηλικία στο Πλαίσιο, όπου διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα, και συνεχίστηκε στη Φιλιππούπολη (σημερινή Πλόβντιβ) στη Βουλγαρία, όπου ενίσχυσε τη βασική του εκπαίδευση στο εκεί Ελληνικό Γυμνάσιο. Την ακαδημαϊκή του κατάρτιση ολοκλήρωσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου απέκτησε βαθιές γνώσεις που τον οδήγησαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1908.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η κυβέρνηση τον ανέθεσε με την καταγραφή και μελέτη αρχαιολογικών και μεσαιωνικών μνημείων στην Ήπειρο, επιβεβαιώνοντας την εξαιρετική του ικανότητα και αφοσίωση στην αρχαιολογία. Η δράση του περιλαμβάνει τη διεύθυνση αρχαιολογικών ανασκαφών σε σημαντικούς χώρους όπως η Δωδώνη και η Παραμυθιά.

Εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Ιστορίας της αρχαίας Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και αργότερα έγινε τακτικός της Ιστορίας της βυζαντινής τέχνης και καθηγητής αρχαιολογίας. Μετά την παραίτησή του για λόγους υγείας διετέλεσε ιστορικός έχνης στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο.

Με την εγκατάστασή του στην Αθήνα ανέλαβε για ένα διάστημα τη διεύθυνση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών και αργότερα της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδας.

Ο Ευαγγελίδης υπήρξε συγγραφέας βιβλίων ιστορικού, αρχαιολογικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος. 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Προηγούμενο Άρθρο
Το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης

Το Αρχαίο Θέατρο της Δωδώνης: Μια αιώνια κληρονομιά στο χρόνο

Η επιλογή αυτή είναι απενεργοποιημένη.