Η Καστάνιανη είναι ένα από τα πανέμορφα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας. Ο οικισμός είναι κτισμένος αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 850-950 μ. στις πλαγιές του όρους Γύφτισσα ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Σμόλικα. Βρίσκεται σε μια κατάφυτη χαράδρα και απέναντι από την Πυρσόγιαννη, το άλλο μαστοροχώρι της Κόνιτσας που βρίσκεται στις πλαγιές του Γράμμου.
Η εκπληκτική τοποθεσία είναι γεμάτη από έλατα, οξιές, κέδρους, γαύρους και κυρίως καστανιές από τις οποίες έχει πάρει την ονομασία. Τα δυο ρέματα που περνούν μέσα από το χωριό το χωρίζουν σε τρεις μαχαλάδες Μεσαριά, Γκαλίνα και Ράχη.
Είναι ένα καλοδιατηρημένο Μαστοροχώρι με αισθητικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον με τα πέτρινα σπίτια, τα διώροφα και τριώροφα αρχοντικά, τα καλντερίμια, και τα γεφύρια μέσα στον οικισμό.
Τα θαυμάσια δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής είναι έργα σπουδαίων μαστόρων από την Καστάνιανη. Ξεκίνησαν σαν τεχνίτες της πέτρας στο χωριό συμμετείχαν με τα περίφημα μπουλούκια στην κατασκευή πολλών γνωστών έργων σε πολλά μέρη όχι μόνο στην περιοχή αλλά και στη υπόλοιπη Ελλάδα και στο εξωτερικό, και εξελίχθηκαν σε εργολάβους δημοσίων έργων.
Ιστορικές πληροφορίες για την Καστάνιανη
Ιστορικά στοιχεία για τη χρονολογία ίδρυσης του οικισμού δεν υπάρχουν, αλλά σύμφωνα με την παράδοση και την ανακάλυψη κάποιων ευρημάτων εικάζεται ότι ο πρώτος οικισμός χτίστηκε περίπου στα 600-700 μ.Χ. στη θέση Σκούρλια στους πρόποδες της Γύφτισσας αλλά καταστράφηκε από τις επιδρομές των Ούνων και των Σλάβων. Ο δεύτερος οικισμός κτίστηκε στη θέση Μαλνίτσα περίπου το 900 μ. Χ. και όπου στην οχυρωματική θέση Καστρί έκτισαν φρούριο.
Την ίδια περίοδο κτίστηκε και το Μοναστήρι Μεταμορφώσεως του Σωτήρος με φρουριακή μορφή. Την περίοδο των επιδρομών των Ούνων, Βουλγάρων, Σέρβων, Αλβανών και άλλων, το μοναστήρι ήταν ο χώρος που κατέφευγαν οι κάτοικοι για να αναχαιτίσουν τους επιδρομείς. Στην εποχή αυτή που το χωριό βρισκόταν στη θέση Μαλνίτσα έγινε μια επιδρομή που ανάγκασε τους κατοίκους να καταφύγουν στη θέση Καστρί αλλά τελικά οι επιδρομείς εισβάλαν στο φρούριο.
Η τρίτη προσπάθεια δημιουργίας νέου οικισμού έγινε το 1018 στη σημερινή θέση που θεωρήθηκε ασφαλέστερη. Στην άκρη της συνοικίας Γκαλίνα κτίστηκε η εκκλησία της Παναγίας το 1018, χρονολογία που μαρτυρεί και τη χρονολογία κτίσης του οικισμού. Πάντοτε ένας οικισμός ξεκινούσε με το κτίσιμο της εκκλησίας. Στο σημείο που κτίστηκε το χωριό οι κάτοικοι κατασκεύαζαν στα υψώματα εκκλησίες σαν φρούρια με πολεμίστρες.
Οι επιδρομές των Σέρβων το 1059 και των Σλάβων το 1071 ερήμωσαν την περιοχή αφήνοντας στο διάβα τους σλαβικά τοπωνύμια. Πάντως, σύμφωνα με παλαιότερες προφορικές μαρτυρίες οι κάτοικοι μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και τη γεωργία.
Από το 1204, μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης, η περιοχή της Κόνιτσας ανήκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου μέχρι την κατάκτησή της από τους Τούρκους.
Πηγή : Χρήστος Ν. Γκάσιος , Ιστορία της Καστάνιανης Κονίτσης , “Παραδόσεις περί την καταγωγήν“
Τουρκοκρατία
Το 1438 όλη η επαρχία της Κόνιτσας υποδουλώθηκε από τους Τούρκους και η Καστάνιανη ακολούθησε τη μοίρα της Ηπείρου. Κατά την περίοδο 1775-1780 ληστοσυμμορίες Αλβανών έκαναν επιθέσεις σε ολόκληρη την Ήπειρο, καίγοντας, σκοτώνοντας και λεηλατώντας. Το 1778 ο Αλή Πασάς κατάφερε να επιτύχει τον διορισμό του στην επαρχία Ιωαννίνων και να καταδιώξει τους Αλβανούς επιβάλλοντας την τάξη.
Η Καστάνιανη δεν έγινε τσιφλίκι παραμένοντας ιμπλιάκι (κρατικό κτήμα) γεγονός που του εξασφάλισε κάποια προνόμια και άκμασε σε αντίθεση με άλλα χωριά που έγιναν τσιφλίκια μπέηδων και έγινε ένα μεγάλο χωριό του Καζά (επαρχίας) Κόνιτσας με 833 κατοίκους, σύμφωνα με την Οθωμανική Στατιστική (Σαλναμέ) του 1895.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα το φαινόμενο της ληστείας που ήταν σε έξαρση σε ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία και ιδιαίτερα στην Ήπειρο. Κατά τη περίοδο αυτή η ληστεία οργίαζε και οι κάτοικοι των χωριών υφίσταντο εκβιασμούς και βασανιστήρια για να καταβάλουν λύτρα . Ήταν φανερό ότι η εξουσία βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με τους ληστές και είχε συμμετοχή στις εγκληματικές πράξεις αδιαφορώντας για τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες των ταλαίπωρων κατοίκων.
Η κατάσταση αυτή ανάγκασε πολλούς από τους κατοίκους (περίπου 50 οικογένειες) να αποδημήσουν και να εγκατασταθούν σε διάφορα χωριά και πόλεις του τότε ελεύθερου Ελληνικού κράτους και οι περισσότεροι από αυτούς δεν επέστρεψαν.
Πηγή : Χρήστος Ν. Γκάσιος , Ιστορία της Καστάνιανης Κονίτσης , “Χρόνια τουρκοκρατίας”
Απελευθέρωση της Καστάνιανης από την Τουρκική κυριαρχία
Το 1912 κηρύχτηκε ο πόλεμος Ελλάδας – Τουρκίας και όσοι από τους κατοίκους της Καστάνιανης μπορούσαν να πολεμήσουν έτρεξαν να δώσουν το παρών. Στις 8 Φεβρουαρίου 1913 καταλήφθηκε η Μόλιστα από τον Ελληνικό στρατό και στις 14 Φεβρουαρίου έγινε η ιστορική μάχη της Μόλιστας με τα υποχωρούντα τουρκικά τμήματα. Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 η Καστάνιανη απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό.
Πηγή : Χρήστος Ν. Γκάσιος , Ιστορία της Καστάνιανης Κονίτσης , “Κήρυξις πολέμου και απελευθέρωσις από τον Τουρκικόν Ζυγόν”
Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος και Εμφύλιος
Η θέση της Καστάνιανης και των χωριών της ευρύτερης περιοχής της Β. Πίνδου καθώς βρίσκονταν σε σημείο με στρατηγική σημασία αποτέλεσαν το προπύργιο υπεράσπισης της πατρίδας. Στη στρατηγική αυτή σημασία οφείλεται το ότι η περιοχή αργότερα αποτέλεσε θέατρο μαχών τόσο κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης όσο και του Εμφυλίου Πολέμου.
Η Ιταλική κατοχή υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή, κυρίως στις περιοχές που οι Ιταλοί στόχευαν μελλοντικά να προσαρτήσουν στο κράτος τους. Η εχθρότητα των κατοίκων επρόκειτο να ξεπεράσει σε ένταση τη δυσαρέσκεια για την επέλαση του γερμανικού στρατού στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Η περίοδος του εμφυλίου υπήρξε περίοδος σκληρή και τραγική. Η Καστάνιανη όπως και όλα τα Μαστοροχώρια ερήμωσαν γιατί βρέθηκαν στη ζώνη των επιχειρήσεων. Εκτός από αυτούς που σκοτώθηκαν, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων αναγκάστηκε να μετακινηθεί βίαια, και χιλιάδες πολιτικοί πρόσφυγες βρέθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη. Με τον εμφύλιο πόλεμο η δημογραφική, οικονομική και κοινωνική κρίση που προϋπήρχε αυξήθηκε και επιταχύνθηκε η παρακμή. Στις δεκαετίες του 60΄ και 70΄ το τελευταίο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα ερήμωσε την περιοχή.
Πηγή : Χρήστος Ν. Γκάσιος , Ιστορία της Καστάνιανης Κονίτσης
Κοινωνική Οργάνωση
Στην κοινωνία του χωριού υπήρχε αυστηρός καταμερισμός της εργασίας και διαχωρισμός φύλων. Στις διάφορες εκδηλώσεις και στα γλέντια (ζαφέτια) έπαιρναν μέρος μόνον οι άντρες. Αργότερα άρχισαν να φέρνουν και τις γυναίκες τους. Στους γάμους και τις κηδείες οι γυναίκες κάθονταν σε διαφορετικά δωμάτια. Απαγορευόταν αυστηρά να πιαστούν άντρες και γυναίκες από το χέρι, ιδιαίτερα αν δεν ήταν συγγενείς. Δεν έστελναν τα κορίτσια στο σχολείο με την πρόφαση «να μη μάθουν να γράφουν στο φίλο».
Η κοινωνική οργάνωση του χωριού στηριζόταν κυρίως στη μεγάλη πολυπυρηνική οικογένεια και υπήρχαν και μεμονωμένες οικογένειες, που τα μέλη τους εντάσσονται στις συγγενικές αυτές ομάδες με βάση την καταγωγή από τον πατέρα.
Ο γάμος επιτρεπόταν στα τρίτα ξαδέλφια διότι θεωρούσαν ότι από αυτό το βαθμό παύει να υπάρχει συγγένεια. Άλλωστε το χωριό ήταν ενδογαμικό και σε τοπικό επίπεδο. Ελάχιστα συνοικέσια είχαν γίνει, σύμφωνα με το δημοτολόγιο, με γειτονικά χωριά διότι θεωρούνταν προσβλητικό να παντρέψουν μια κοπέλα έξω από το χωριό.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του χωριού, όπως και στην ευρύτερη περιοχή, ήταν η αλλαγή του επωνύμου του γαμπρού, όταν ερχόταν να εγκατασταθεί στο σπίτι μιας μοναχοκόρης ή μιας κοπέλας χωρίς αδελφούς. Αυτό ήταν απόδειξη ότι η αρχή της οργάνωσης του «σπιτιού» ήταν πιο ισχυρή από τη γενιά και την οργάνωση με βάση την αρχή του αίματος , το οποίο κατά τις αντιλήψεις τους συμβολίζει την πατρική καταγωγή.
Πηγή: Κοινωνική οργάνωση – Οικιακή οικονομία: Ο κύκλος ανάπτυξης της οικιακής ομάδας στην ορεινή κοινότητα Καστάνιανης Κόνιτσας, Αλεξάκης Ελευθέριος, Ερευνητής Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακακαδημίας Αθηνών.
Οι μαστόροι της Καστάνιανης και το έργο τους
Οι μαστόροι της Καστάνιανης εκτιμούνταν πολύ σαν τεχνίτες όχι μόνο από την άρτια κατασκευή των κτισμάτων αλλά και από την εξαιρετική ποιότητα της πέτρας του τόπου που τους επέτρεπε να κτίζουν “ισόδομα” ή “αράδα” όπως έλεγαν στην τοπική διάλεκτο. Σύμφωνα με αναφορές στη δουλειά τους (αρχεία του Αλή Πασά του Τεπελενλή) σημαντική είναι η συμβολή τους στην ανοικοδόμηση του Κάστρου των Ιωαννίνων, όπου οι «επ΄αμοιβή μαστόροι» από την Καστάνιανη είναι 53, αριθμός που θεωρείται μεγάλος.
Στα μετέπειτα χρόνια οι μαστόροι της Καστάνιανης επέκτειναν την δραστηριότητα τους αφήνοντας αξιόλογα έργα στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και συνεχίζοντας στην υπόλοιπη Ελλάδα καθώς και την Αλβανία.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα ξεκίνησαν τα υπερπόντια ταξίδια ταξιδεύοντας κυρίως στην Αμερική. Όπου δούλεψαν σε έργα οικοδομικά και σιδηροδρομικά. Στην Αμερική μετανάστευσαν περίπου 100 άνδρες από την Καστάνιανη και κάποιοι από αυτούς πήραν και της γυναίκες τους.
Στα 1936-1939 πολλοί μαστόροι δούλεψαν στη Μακεδονία σε τεχνικά έργα και άλλα . Επίσης μαζί με άλλους μαστόρους από τα χωριά της Κόνιτσας εργάστηκαν στα σύνορα στα στρατιωτικά έργα, στα οχυρά Ρούπελ καθώς και στη λεγόμενη Γραμμή Μεταξά.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου η περιοχή της μεθοριακής Κόνιτσας βρέθηκε σε επιτήρηση με κατασταλτικά μέτρα και κάτω από ιδιαίτερο καθεστώς το οποίο επηρέασε αρνητικά την οικονομική και κοινωνική ζωή και την πολιτιστική εξέλιξη.
Πηγή: Μάστοροι & Χτίστες από τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας, Αργύρης Π. Π. Πετρονώτης, Βασίλης Γ. Παπαγεωργίου
Εκκλησίες και Ξωκλήσια
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου
Είναι κτισμένη στην κεντρική πλατεία και αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο πολιούχο του χωριού. Η κύρια φάση της ανοικοδόμησής της τοποθετείται στην περίοδο 1915-1920. Η αποπεράτωσή της πραγματοποιήθηκε το 1928, όταν έγινε και η πρώτη λειτουργία χωρίς όμως να έχει γίνει η εσωτερική διακόσμηση. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου με τα δύο κωδωνοστάσια στην πρόσοψη είναι σαν «ακριβές αντίγραφο της Μητροπόλεως των Αθηνών» σύμφωνα με το φαινόμενο της μίμησης της αθηναϊκής εκκλησίας που αντιβαίνει τους κανόνες της βυζαντινής αρχιτεκτονικής όπως και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Πυρσόγιαννη. Για την οικοδόμησή της εργάστηκαν οι καλύτεροι μάστορες και πελεκάνοι της Καστάνιανης. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Κώστας Γκόσιος (Γιωρτόλης) και ο Κώστας Τζουμάκας. Στην επάνω καμπύλη της κύριας εισόδου είναι σκαλισμένη η καρκινική γραφή ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ γνωστή από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Πηγή: Αργύρης Πετρονώτης – Βασίλης Παπαγεωργίου, Οι μαστόροι της Καστάνιανης και το έργο τους, σελ. 582
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι κτισμένη στην κορυφή της συνοικίας Μεσαριά και είναι η αρχαιότερη του χωριού. Σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε το 1670, η δε ύπαρξη δεσποτικού θρόνου και άμβωνα αποδεικνύει ότι κατά καιρούς χρησιμοποιούνταν και σαν κεντρική εκκλησία. Επίσης το κτίριο της εκκλησίας χρησιμοποιούνταν και σαν φρούριο από τους κατοίκους κατά τις περιόδους των βαρβαρικών επιδρομών. Μέχρι το 1938 στον περίβολο υπήρχε νεκροταφείο.
Πηγή : Χρήστος Ν. Γκάσιος, Ιστορία της Καστάνιανης , Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου σελ.104
Ξωκλήσια
Τα παλιά χρόνια το κτίσιμο εκκλησίας θεωρούνταν ιερό χρέος. Άλλωστε οι περισσότεροι τεχνίτες ήταν στο χωριό και το κτίσιμο δεν ήταν δύσκολο γι’ αυτούς. Ο συναγωνισμός έσπρωχνε τους κατοίκους να χτίζουν εξωκλήσια σε κάθε ράχη, κορυφή και βουνοπλαγιά. Ορισμένες οικογένειες είχαν αναλάβει να τα επιβλέπουν και να τα συντηρούν σε μόνιμη βάση.
Δεκαεπτά ξωκλήσια κτισμένα περιμετρικά στον οικισμό είναι συνδεδεμένα με την ιστορία και την παράδοση οικογενειών οι οποίες είχαν και την ευθύνη της συντήρησής τους. Αποτελούσαν και αποτελούν σημείο αναφοράς και στις γιορτές συγκεντρώνονται οι ντόπιοι και οι προσκυνητές για να αποδώσουν τιμή στον άγιο προστάτη.
Γεφύρια
Πηγή: Οι πληροφορίες της συγκεκριμένης ενότητας έχουν βασιστεί στο βιβλίο Γεφυρογραφία της Πίνδου, του Σπύρου Ι. Μαντά, Τόμος Γ. σελ. 160, 161, 163
Το γεφύρι της Ράχης
Βρίσκεται μέσα στο χωριό ανάμεσα στις γειτονιές Μεσαριά και Ράχη και γεφυρώνει το λάκκο της πρώτης. Κατασκευάστηκε, μάλλον με σχέδιο μηχανικού, το 1895 και τα στηθαία προστέθηκαν αργότερα, το 1931, με οπές για την απορροή των νερών της βροχής.
Το γεφύρι των Μητσαίων ή Μητσάδικο
Βρίσκεται στην άκρη του χωριού και γεφυρώνει τον λάκκο της Ράχης δίπλα στο σπίτι της οικογένειας Μήτση. Έχει ένα τόξο κατασκευασμένο σε καθαρά λαϊκή μορφή με διπλή σειρά θολιτών σχεδόν ακατέργαστων. Η καμάρα έχει άνοιγμα 9 μέτρα και ύψος 3.80 μέτρα. Ο διάδρομος διάβασης είναι σχεδόν επίπεδος , έχει μήκος 17.75 μέτρα και πλάτος 2.40 και χωρίς την ύπαρξη στηθαίων ή αρκάδων.
Το γεφύρι έχει χαρακτηριστεί σαν ιστορικό διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 856/Β/25-9-1997).
Το γεφύρι της Μαλνίτσας
Βρίσκεται στα βόρεια έξω από την Καστάνιανη και γεφυρώνει στη θέση Μαλνίτσα τον ομώνυμο λάκκο ο οποίος ενώνεται πιο κάτω με τα ρέματα του χωριού και με την ονομασία Γκοστανίκος χύνεται στον Σαραντάπορο. Το γεφύρι το περνούσαν οι κάτοικοι πηγαίνοντας στα χωράφια τους , στα ξωκκλήσια που βρίσκονταν σ΄εκείνη την πλευρά και επιπλέον στα χωριά Μπλίσδιανη (σημ. Λαγκάδα), Κάντσικο (σημ. Δροσοπηγή) καθώς και στη Μακεδονία.
Είναι μονότοξο και η καμάρα του έχει 8 μέτρα άνοιγμα και ύψος 7 μέτρα. Κατασκευάστηκε το 1934 πάνω σε σχέδιο μηχανικού και σύμφωνα με τη μαρτυρία του μαραγκού Γιώργου Φακούρα ο οποίος έφτιαξε τα καλούπια του γεφυριού τα χρήματα δόθηκαν από τη Νομαρχία.
Στο γεφύρι δούλεψαν οι καλύτεροι τεχνίτες του χωριού: ο Κώστα Τζουμάκας με τα δυο παιδιά του, ο Κώστας Γκόσιος, ο Κώστα Φακούρας με τους δύο γιους του, ο Δημήτρης Δούκας με το γιό του, και τέλος οι αδελφοί Γιάννης και Χρήστος Τζιάκος.
Το γεφύρι της Γκάλινας
Βρίσκεται μέσα στο χωριό πάνω στον λάκκο Ντρουμάκο ενώνοντας τις γειτονιές Μεσαριά και Γκάλινα. Είναι μονότοξο με άνοιγμα καμάρας 8 μέτρα και ύψος 5.20. Ο διάδρομος διάβασης είναι 20 μέτρα και είναι εντελώς επίπεδος.
Κατασκευάστηκε το 1936 στη θέση του παλιού κατεστραμμένου γεφυριού. Το κτίσιμο το ξεκίνησαν ντόπιοι μαστόροι αλλά το ολοκλήρωσαν δουλεύοντας περισσότεροι μαστόροι από τα Τζουμέρκα. Οι μαστόροι από την Καστάνιανη που έχτισαν τις βάσεις μέχρι το γύρισμα του τόξου ήταν οι Κυριάκος Μησιακούλης, Βασίλης Μησιακούλης και Δημοσθένης Μπίμπας.
Το έργο αρχικά ξεκίνησε με χρήματα της κοινότητας αλλά στην πορεία τα χρήματα τελείωσαν και το έργο συνεχίστηκε με πιστώσεις της Νομαρχίας αφού βγήκε σε δημοπρασία. Ο εργολάβος που το ανέλαβε το ανέθεσε στο Νικόλα Βλάχα αρχιμάστορα από το Σκλούπο (σημ. Αμπελοχώρι) ο οποίος είχε μαζί του τους συγχωριανούς του Κώστα Έξαρχο και Νικόλα Μητροκώστα. Σύμφωνα με μαρτυρίες ο αρχιμάστορας προσέλαβε τον Ιωάννη Τζάκο χτίστη από την Καστάνιανη προφανώς επειδή γνώριζε τα καλούπια από το γεφύρι της Μαλνίτσας που έχουν το ίδιο άνοιγμα των 8 μέτρων. Τα πεζούλια κατασκευάστηκαν αργότερα αφού η κοινότητα συγκέντρωσε το απαραίτητο χρηματικό ποσό.
Αρχιτεκτονική
Η αρχιτεκτονική του χωριού έχει διατηρηθεί σε πολλά σπίτια. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει πολλά ωραία πετρόχτιστα παλιά αρχοντικά διώροφα και τριώροφα, με αυλή, ξύλινα μπαλκόνια και σκαλιστά τζάκια.
Επίσης, έχουν διατηρηθεί ορισμένα ωραία καλντερίμια, καθώς και το παλιό Σχολείο στην κεντρική πλατεία. Είναι ένα πέτρινο και καλοδιατηρημένο διώροφο οικοδόμημα. Χτίστηκε το 1894, όπως αναφέρει μια επιγραφή, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια είναι κλειστό. Το Δημοτικό Σχολείο με τον αύλειο χώρο του και τη βρύση έχει χαρακτηριστεί σαν ιστορικό διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 809/Β/8-9-1997). Μπροστά από το σχολείο στήθηκε η προτομή του γηγενή Δημήτρη Παπαδήμα που υπήρξε μεγάλος ευεργέτης της Καστάνιανης.
Δραστηριότητες
Οι πολύ όμορφες τοποθεσίες προσφέρονται για διαδρομές με 4χ4 ή για πεζοπορία.
Στο χωριό εορτάζονται στις 24 Ιουνίου το Γενέσιον του Ιωάννη του Βαπτιστή και στις 26 Ιουλίου η Αγία Παρασκευή
para πολυ ωραια,θελει κι αλλο προβολη το χωριο σας.αν δεν εβλεπα την ερτ 3 δεν θα ηξερα το χωριο σας.