fbpx
Follow
Εγγραφείτε στο Newsletter μας
Στη Βοβούσα

Βοβούσα: Το άγνωστο χωριό – κόσμημα του Ανατολικού Ζαγορίου

Η Βοβούσα είναι ένα απομακρυσμένο αλλά πανέμορφο χωριό του Ανατολικού Ζαγορίου κτισμένο σε υψόμετρο 1000μ. σε μια ορεινή κοιλάδα που την χωρίζει στα δύο ο ποταμός Αώος που πηγάζει στα νότια. Ανήκει στην ανθρωπογεωγραφική και πολιτισμική ενότητα των βλάχικων χωριών της Πίνδου, βρίσκεται 70 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης των Ιωαννίνων και διοικητικά υπάγεται στο Δήμο Ζαγορίου.

Στη Βοβούσα
Στη Βοβούσα

Η Βοβούσα μαζί με τα χωριά Δόλιανη, Βρυσοχώρι, Γρεβενίτι, Ελατοχώρι, Ηλιοχώρι, Καβαλλάρι, Καστανώνα, Λάιστα, Μακρίνο, Τρίστενο και Φλαμπουράρι απαρτίζουν το λεγόμενο Βλαχοζάγορο. Αυτή η ένταξή της στη διοικητική ενότητα των Ζαγοροχωρίων διαμόρφωσε την ιστορική της πορεία και επηρέασε την οικονομική της οργάνωση και τις σχέσεις της με τα βλαχοχώρια των γύρω περιοχών, σχέσεις στενές και ποικίλες.

«Πάνω απ’ το χωριό εκτείνεται η περίπυστος (ξακουστή) Βάλια Κάλντα που πολλές φορές χρησίμευε ως καταφύγιον των περιβόητων εκείνων αρματωλών και κλεφτών. Εκεί υπάρχουν καταπράσινα δάση από τα οποία εξάγεται η ξυλεία και το δαδί για το Ζαγόρι και τις άλλες επαρχίες της Ηπείρου, όπου κατά το καλοκαίρι άνδρες και γυναίκες πηγαίνουν εκεί για να μεταφέρουν στα σπίτια τους τα δαδιά που χρειάζονται, τα δε τραγούδια τους είναι πολύ περίεργα και οι χοροί τους αμίμητοι…(τα δε καθ’ οδόν άσματα αυτών εισί περιεργότατα, και οι χοροί αμίμητοι…)»

γράφει ο Ιωάννης Λαμπρίδης στα «Ζαγοριακά» (σελ.83) περιγράφοντας με γλαφυρότητα την εικόνα

Ιστορία και Πληροφορίες

Η Βοβούσα είναι περιτριγυρισμένη από μεγάλα και πυκνά δάση έλατου, οξιάς και μαύρου πεύκου και με αφθονία νερών. Τα βουνά που περικλείουν την περιοχή (Τσούκα Ρόσα – κόκκινη κορυφή, Αυγό, Μόρφα και Φλάμπουρο) δημιουργούν μία κοιλάδα μέσα στην οποία σχηματίζεται η κύρια κοίτη του ποταμού Αώου. Το ποτάμι ακολουθώντας βόρεια πορεία και σε υψόμετρο περίπου 1000 μ. περνάει μέσα από τον οικισμό της Βοβούσας.

Ο ποταμός δεν καθόρισε μόνο την ονομασία και την ιστορία του χωριού αλλά διαμόρφωσε οικονομικά και κοινωνικά τη ζωή των κατοίκων.

Ο οικισμός και η ονομασία του

Σύμφωνα με το Φάνη Δασούλα, διδάκτορα Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όλοι οι ιδιωματικοί και γλωσσικοί τύποι της ιστορικής ονομασίας του ποταμού αποτελούν παραλλαγές μίας κοινής ρίζας που προέρχεται από τη λαϊκή λατινική φράση Αmnis ή Aqua ή Fluvia Vivosa ή Viosa. Η χρήση του επιθέτου vivosuς, που ουσιαστικά σημαίνει ζωντανός, προϋποθέτει την γρήγορη και ορμητική κίνηση του νερού ή την δροσερή του υφή.

Η πρώτη αναφορά του οικισμού γίνεται το 1592/93 σε χειρόγραφο της Μονής Μεταμορφώσεως των Μετεώρων που αποτελεί πολύτιμο αρχείο τοπωνυμίων και ονομάτων της περιόδου 1592/93 – 19ος αιώνα. Άρα ο οικισμός προϋπήρχε ή μόλις είχε συγκροτηθεί.

Σύμφωνα με ατεκμηρίωτες παραδόσεις το χωριό σχηματίστηκε από την ένωση μικροοικισμών, εξαφανισμένων σήμερα, μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα και από τότε έχει το όνομα του ποταμού που το διασχίζει. Οι αρχικοί οικιστές ασχολούνταν πρωταρχικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δευτερευόντως με την εκμετάλλευση του δασικού πλούτου. Στην πορεία του χρόνου, είναι πολύ πιθανό οι υπάρχοντες γεωργικοί οικισμοί των ορεινών κοιλάδων να συνοίκησαν με ομάδες μετακινούμενων κτηνοτρόφων οι οποίοι αναζητούσαν σταθερές ορεινές πατρίδες και οι οποίοι στη συνέχεια ενσωματώθηκαν με τους κατοίκους του οικισμού.

Ο Γάλλος περιηγητής Φ. Πουκεβίλ το 1806 επισκέφτηκε τη Βοβούσα και περιγράφει με γλαφυρότητα τα σπίτια που περιστοιχίζονται από κήπους με λαχανικά και τριανταφυλλιές. Αυτή είναι μια εικόνα που παραπέμπει σε μόνιμη εγκατάσταση και όχι σε εποχική.

Υδροκίνηση

Η Βοβούσα έχοντας τις δυνατότητες της υδροκίνησης ήταν ένα σημαντικό δερβένι (ορεινό πέρασμα) με πλήρως αναπτυγμένη την μεταποιητική λειτουργία, όπως και άλλοι οικισμοί της Πίνδου. Έμποροι και παραγωγοί σιτηρών και μάλλινων υφασμάτων, επεξεργάζονταν και μεταποιούσαν εκεί, με ασφάλεια, τα προϊόντα που μετακινούσαν μεταξύ διαφορετικών περιοχών.

Το νεροπρίονο ήταν µία πραγματική υδροκίνητη μηχανή πρίσης και πετύχαινε μεγαλύτερη και ποιοτικότερη παραγωγή µε μικρότερη δαπάνη σε χρόνο και κόπο και συνέβαλε στην αλματώδη ανάπτυξη της υλοτομικής παραγωγής. Το νεροπρίονο ήταν γνωστό στην Ευρώπη από τον 14o αιώνα και η χρήση του έγινε γνωστή στα Βαλκάνια στα τέλη του 16oυ αιώνα.

Σύμφωνα µε τους κατοίκους του χωριού Βοβούσα το νεροπρίονο εισήχθη στην Πίνδο από τη Βουλγαρία. Η τέχνη ασκούνταν από συγκεκριμένες ομάδες τεχνιτών οι οποίες περιφέρονταν σε όλη την οροσειρά.

Συνεχής και μαζική χρήση του νεροπρίονου στον ελλαδικό χώρο υπήρχε µόνο στην Πίνδο. Τεχνολογικά αυτός ο μηχανισμός μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο πολύπλοκο εργαλείο που κατασκευάστηκε ποτέ από τους κατοίκους της Πίνδου, στην προβιομηχανική εποχή.

Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων εντασσόταν στα μπουλούκια, που οργάνωναν οι πριονάδες, δηλαδή οι κατασκευαστές-χειριστές των νεροπρίονων. Η συμμετοχή των κατοίκων της Βοβούσας ήταν σημαντική. Η αντοχή των ομάδων στις δύσκολες γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες των βουνών και η τέχνη των πριονάδων ήταν αξιοθαύμαστη

Πηγή: Θεοφάνης ∆ασούλας, διδάκτωρ Λαογραφίας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Η εφαρµογή της υδροκίνησης στην ξυλουργική βιοτεχνία της Πίνδου. Το παρελθόν της βιοτεχνίας και µια πρόταση μουσειακής ανάδειξης

Η Βοβούσα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Βοβούσα, όπως και η περιοχή του Ζαγορίου, υπαγόταν στη δικαιοδοσία της βαλιδέ σουλτάνας (της βασιλομήτορος) και πληρώνοντας φόρους, όπως και τα υπόλοιπα Ζαγοροχώρια, κατόρθωνε να διατηρεί το προνομιακό καθεστώς σύμφωνα με το οποίο λειτουργούσε ο θεσμός της αυτοδιοίκησης. Ήταν η περίοδος της μεγάλης ακμής του χωριού και θεωρούνταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά.

Όταν το 1803 ο μικρότερος γιός του Αλή Πασά, ο Σαλήχ, δάνεισε στους κατοίκους ένα χρηματικό ποσό το οποίο, όταν αυτοί το συγκέντρωσαν, αρνήθηκε να το παραλάβει ζητώντας το ποσό σε ενετικά νομίσματα, έτσι όπως τους τα είχε δανείσει. Η άρνηση να δεχτεί άλλο ισότιμο νόμισμα ζημίωσε τους κατοίκους περί τις 4.000.

Το τέχνασμα αυτό του Αλή Πασά και των οικείων του αποσκοπούσε στο να μετατρέψει τη Βοβούσα (καθώς και όσα χωριά δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν το δάνειο) σε τσιφλίκι. Στη δύσκολη αυτή κατάσταση βοήθησε ο Αναγνώστης Χατζηγεωργίου, ένα από τους γραμματικούς του Αλή Πασά στη Θεσσαλία, ο οποίος καταγόταν από τη Βοβούσα και δίνοντας 20.000 «άσπρα» (ασημένια νομίσματα) απάλλαξε το χωριό από το χρέος. Δυστυχώς ο Χατζηγεωργίου έχασε όχι μόνον τη θέση του αλλά και τη ζωή του.

Πηγή: Χρήστος Καραβίδης, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΒΟΒΟΥΣΑΣ, σελ. 19

Ληστείες και εκπατρισμοί

Η πίεση των Τούρκων, η τυραννική δεσποτεία του Αλή Πασά και οι ληστρικές επιδρομές, ανάγκασαν τους κατοίκους να εκπατριστούν, τόσο στο εσωτερικό του ελλαδικού χώρου, όσο και στον ευρύτερο βαλκανικό και κεντρικό ευρωπαϊκό χώρο. Το 1817 περίπου 120 οικογένειες, που ανήκαν στην άρχουσα τάξη της Βοβούσας, έφυγαν ομαδικά αναζητώντας καλύτερη τύχη στην ανατολική Μακεδονία και την ανατολική Ρωμυλία όπου μία ομάδα ίδρυσε αποικία κοντά στην Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας.

Το 1833 ξαναγύρισαν στήνοντας πάλι τα νοικοκυριά τους και συνεχίζοντας την υλοτομία και προμηθεύοντας με ξυλεία όχι μόνο το Ζαγόρι αλλά και πολλά άλλα μέρη της Ηπείρου έφθασαν ξανά στην ακμή που είχαν πριν.

Το διάστημα 1878 – 1883 η ληστεία παρουσίαζε μεγάλη έξαρση. Η Βοβούσα βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της κρίσης, ως κέντρο μεταφορών που ήταν, αλλά και ως το πιο ευάλωτο χωριό στο Ζαγοροχώρι στην παρουσία ληστών από τα χωριά των Γρεβενών όπως το Περιβόλι, το Δίστρατο και η Σαμαρίνα.

Οι ανυπολόγιστες ζημιές που υπέστησαν τα χωριά του Ζαγορίου ανάγκασαν τους κατοίκους  να εγκαταλείψουν  τον τόπο τους. Προς το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη κατάργηση των προνομίων και λόγω των ληστρικών επιδρομών άρχισε η παρακμή τόσο της Βοβούσας όσο και της γενικότερης περιοχής.

Πηγή: Χρήστος Καραβίδης, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΒΟΒΟΥΣΑΣ σελ. 20, 22, 24

Η Βοβούσα
Η Βοβούσα

Η απελευθέρωση της Βοβούσας από την οθωμανική κατοχή

Μετά την απελευθέρωση με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 η Βοβούσα προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος και υπέστη τις αλλαγές του ορεινού όγκου της ελληνικής υπαίθρου. Αντίθετα με άλλα γειτονικά χωριά δεν παρουσίασε έντονη πληθυσμιακή έξοδο διότι ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας της στράφηκε σε διάφορες βιοτεχνικές δραστηριότητες, όπως η υλοτομία και η μεταφορά της ξυλείας στα Ιωάννινα με υποζύγια. Υπήρξε μόνο ένα μικρό μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Ρουμανία και αργότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πηγή: Χρήστος Καραβίδης, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΒΟΒΟΥΣΑΣ, σελ.28

Η Βοβούσα

Η Ρουμανική προπαγάνδα στη Βοβούσα

Η δημιουργία του κουτσοβλαχικού ζητήματος δημιουργήθηκε αρχικά το 1849. Το 1863-64 υποστηρίχτηκε επίσημα από τη ρουμανική κυβέρνηση.

Τα αίτια της δημιουργίας του ζητήματος υπήρξαν ο ρουμανικός μεγαλοϊδεατισμός και η ανάγκη αποπροσανατολισμού των Βλαχο-μολδαβών εξαιτίας της απώλειας της Τρανσυλβανίας από την Αυστρο-Ουγγαρία, και της Βεσσαραβίας από τη Ρωσία. Επειδή κάθε αντίδραση προς αυτές τις Μεγάλες Δυνάμεις εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για τις ηγεμονίες έστρεψαν το ενδιαφέρον στους Βλάχους της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας τους οποίους χαρακτήριζαν ομοεθνείς τους.

Στην περίοδο από το 1881 μέχρι το 1886 και στα πλαίσια της ρουμανικής προπαγάνδας υπήρξε έντονη πίεση προσηλυτισμού με την ίδρυση σχολείων τόσο στη Βοβούσα όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Η προσπάθεια δεν είχε την επιτυχία που αναμενόταν και με την πάροδο του χρόνου αφυπνίστηκε το εθνικό αίσθημα των κατοίκων που παρασύρθηκαν και οι οποίοι αντέδρασαν έντονα.  

Στο χρονικό διάστημα 1917 έως 1940 υπήρξε νέα αναζωπύρωση της ρουμανικής προπαγάνδας. Οι Ιταλοί επιχείρησαν να εγκαταστήσουν προξένους στα βλαχοχώρια, αλλά συνάντησαν την αντίδραση των Ελληνόβλαχων. Το φθινόπωρο του 1918 έγινε ανακήρυξη του «Πριγκηπάτου της Πίνδου» από Βλάχους της Κορυτσάς, οι οποίοι εμπόδισαν τον ελληνικό στρατό να πάρει τη Βοβούσα από τους αποχωρούντες Ιταλούς. Η συγκεκριμένη Δημοκρατία έζησε για μία μόνο ημέρα, ενώ 10 οικογένειες των προπαγανδιστών αναγκάστηκαν να μετοικήσουν, από το φόβο αντιποίνων, στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου.

Πηγή : Μιχαήλ Τρίτος, Το Κουτσοβλαχικό ζήτημα και Δημήτριος Χατζής, ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ ΤΩΝ ΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΟ ΖΑΓΟΡΙ (ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ) 1943-1944

Η μάχη στη Βοβούσα

Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου άρχισε η ιταλική επίθεση έξω από το Καλπάκι Ιωαννίνων, στη Θεσπρωτία και την Πίνδο. Οι Ιταλοί απωθώντας τα ελαφρά ελληνικά τμήματα έφτασαν στις 3 Νοεμβρίου στη Βοβούσα, 20 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Μετσόβου, απειλώντας να αποκόψουν το δρόμο Ιωαννίνων – Καλαμπάκας.

Το πρωινό εκείνο, έφτασε στο χωριό πρώτος, ο Λοχαγός Αναστάσιος Παππάς με όσους οπλίτες του είχαν απομείνει περιπλανώμενοι για τρεις μέρες στην Πίνδο και εξαντλημένοι και επιπλέον αποκομμένοι από τις δυνάμεις του Δαβάκη. Φτάνοντας στη Βοβούσα διαπίστωσαν ότι οι Ιταλοί και συγκεκριμένα η εμπροσθοφυλακή της 3ης Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» έφταναν στο χωριό. Μη έχοντας ασύρματο ο λοχαγός ειδοποίησε αμέσως, από την τηλεφωνική γραμμή του Σταθμού Χωροφυλακής, την στρατιωτική διοίκηση στο Μέτσοβο. Ο αντισυνταγματάρχης που βρισκόταν στο Μέτσοβο με τον οποίο μίλησε ο Παππάς, αιφνιδιάστηκε. Δεν περίμενε τους Ιταλούς εκεί, ούτε όμως και τον Παππά ο οποίος κανονικά έπρεπε να βρίσκεται αλλού. Πάντως βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο σημείο.

Ο αντισυνταγματάρχης ζήτησε από το λοχαγό Αναστάσιο Παππά να κρατήσει άμυνα μέχρι να φτάσουν ενισχύσεις. Η αιφνιδιαστική επίθεση των λίγων ανδρών και η πρώτη οπισθοχώρηση των Ιταλών έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην αρχή του πολέμου. Παρά την ταλαιπωρία των στρατιωτών και την έλλειψη πολεμοφοδίων κράτησε τους Ιταλούς στη Βοβούσα. Και εκείνο που είναι άξιο να αναφερθεί είναι ότι η ιταλική μεραρχία αποτελούνταν από πολεμικά ικανούς άνδρες και με ικανή διοίκηση. Στις 9 Νοεμβρίου 1940 ο διοικητής της «Τζούλια», στρατηγός Μάριο Τζιρότι, διέταξε την υποχώρηση της μεραρχίας. Λίγες μέρες αργότερα οι ελληνικές δυνάμεις ανακατέλαβαν τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου.

Πηγή: Η μάχη στη Βοβούσα, Η Μηχανή του Χρόνου

“Στη στρατιωτική ιστορία της Ιταλίας ο ελληνοϊταλικός πόλεμος αποτελεί μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της. Ήταν ένας πόλεμος άχρηστος, ντροπιαστικός, με αρνητικές συνέπειες» γράφει ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Μάριο Τσέρβι στο δοκίμιό του «Ιστορία του πολέμου της Ελλάδας(Storia della guerra di Grecia) που μεταφράστηκε στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες

Οι Γερμανοί στη Βοβούσα

Στις 19 Οκτωβρίου 1943, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Βοβούσα. Συνοδεύονταν και από Ιταλούς, οι οποίοι δεν δέχτηκαν τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, προερχόμενους από χωριά της Κόνιτσας. Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, τον Μάρτιο του 1943, επιτέθηκαν, αφόπλισαν και εκτέλεσαν τους Ιταλούς καραμπινιέρους, προέβησαν σε πλήρη διαρπαγή των υπαρχόντων και πυρπόληση του χωριού. Από τα 84 συνολικά σπίτια πυρπόλησαν και κατέστρεψαν τα 80 και μαζί τα δύο σχολεία (αρρένων και θηλέων), καθώς και την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.

Τον Ιούλιο του 1944 στα πλαίσια της επιχείρησης «Steinadler» (Χρυσαετός), εναντίον του ΕΛΑΣ στην περιοχή των Γρεβενών, του Μετσόβου, της Κόνιτσας και της Καστοριάς, η Βοβούσα μαζί με τα κοντινά χωριά Τρίστενο, Φλαμπουράρι, Ελατοχώρι, Δόλιανη και Λεπτοκαρυά υπέστησαν λεηλασίες και νέες καταστροφές.

Πηγή: Χρήστος Καραβίδης, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΒΟΒΟΥΣΑΣ, σελ. 28-29

Η Βοβούσα στον εμφύλιο πόλεμο

Τα δεινά του χωριού συνεχίστηκαν και στον εμφύλιο πόλεμο καθώς η Βοβούσα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, υπήρξε το επίκεντρο εχθροπραξιών μεταξύ του Εθνικού Στρατού και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και θρήνησε θύματα και από τις δύο πλευρές. Το 1948 κάποιες οικογένειες της Βοβούσας εγκατέλειψαν το χωριό εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου και εγκαταστάθηκαν στα Ιωάννινα όπου μερικές έμειναν μόνιμα ενώ άλλες επέστρεψαν μετά τον εμφύλιο και οργάνωσαν τη ζωή τους στο χωριό.

Πηγή: Χρήστος Καραβίδης, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΒΟΒΟΥΣΑΣ, σελ. 29

Μεταπολεμική περίοδος

Μετά τον πόλεμο, στα πλαίσια του στέγασης των πυροπαθών οικισμών , ξεκίνησε η ανασυγκρότηση του κατεστραμμένου χωριού και χτίστηκαν μονόροφες κατοικίες. Πολλοί κάτοικοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη, τα Τρίκαλα, την Αθήνα και άλλοι μετανάστευσαν στη Βόρεια και Νότια Αμερική, τη Γερμανία και την Αυστραλία. Πάντως το χωριό δεν παρουσίασε την εικόνα της ερήμωσης που είχαν υποστεί οι περισσότεροι ορεινοί και ημιορεινοί οικισμοί της ελληνικής επαρχίας επειδή ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού παρέμεινε εκεί και δραστηριοποιήθηκε στην υλοτομία. Σαν ένα από τα πιο απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου αφέθηκε στην απομόνωση αφού το παλιό οδικό δίκτυο εγκαταλείφτηκε και οι νέοι αμαξιτοί δρόμοι που κατασκευάστηκαν παρακάμπταν τη Βοβούσα και την περιθωριοποιούσαν.

Πηγή: Χρήστος Καραβίδης, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΒΟΒΟΥΣΑΣ, σελ. 30

Τραγούδια και Χοροί

Ο χορός αποτελούσε το κυρίαρχο στοιχείο των κοινωνικών εκδηλώσεων στην ύπαιθρο (πανηγύρια, γάμοι, επιστροφή των ξενιτεμένων). Στη μουσικοχορευτική παράδοση της Βοβούσας διαχωρίζεται ο «Γενικός Χορός» που γίνεται σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους από τους χορούς του γλεντιού που παλιότερα γινόταν στα σπίτια ενώ αργότερα και μέχρι σήμερα χορεύονται στα διάφορα κέντρα του χωριού.

Ο χορός ξεκινούσε ή με το τραγούδι ή με τη μουσική των διάφορων κομπανιών. Το προβάδισμα το είχαν οι άνδρες κατά σειρά ηλικιακή και οι γυναίκες ακολουθούσαν σε δεύτερο κύκλο ανάλογα με τη χρονολογία του γάμου τους.

Οι μουσικοί που συμμετέχουν στο Γενικό Χορό ακολουθούν όλους τους πρωτοχορευτές κατά πόδας και παίζουν ακριβώς μπροστά τους, χωρίς να χρησιμοποιούνται βέβαια ενισχυτές ήχου. Μέχρι το έτος 2000 δεν χρησιμοποιούσαν ενισχυτές ήχου. Από τότε και μέχρι σήμερα έχει καθιερωθεί η ηλεκτρική ενίσχυση των μουσικών οργάνων και των φωνών.

Το δημοτικό τραγούδι συνδεδεμένο με όλες τις όψεις της κοινωνικής ζωής έχει χαρακτήρα, όχι μόνο ψυχαγωγικό και τελετουργικό, αλλά διατηρεί την ιστορική μνήμη. Περνώντας από γενιά σε γενιά δέχεται νέα στοιχεία και προσαρμόζεται με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες. Ο τόπος και η ιστορία διαμόρφωσαν τη μουσική παράδοση της Βοβούσας.

Η κλειστή βλάχικη κοινωνία με τις αυστηρές αρχές της προφανώς δεν είχε χώρο για τραγούδια της αγάπης. Με τις επαφές όμως που είχαν με ελληνόφωνα χωριά και με μεγάλες πόλεις, όπως τα Γιάννενα, άρχισαν να δέχονται επιδράσεις στον τρόπο ζωής τους κι αυτό φάνηκε και στα τραγούδια τους.

Πηγή : Χρήστος Καραβίδης, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΒΟΒΟΥΣΑΣ –  http://vlahoi.net/ebooks/karavidis-tragoudia-kai-xoroi-tis-vovousas

Με καταγωγή από τη Βοβούσα

Από τη Βοβούσα κατάγεται ένας σπουδαίος άνθρωπος γνωστός σχεδόν σε όλους τους Γιαννιώτες ο πατέρας Αθανάσιος, κατά κόσμον Σωτήρης Χατζής (1932-2021), ο οποίος για δεκαετίες έκανε το μοναστήρι της Παναγίας Ντουραχάνης κέντρο αγάπης και προσφοράς. Ο ίδιος παρά το ότι έλεγε ότι ήτανε αγράμματος, εντούτοις κατάφερε να διαβάσει αρχικά την Αγία Γραφή και στη συνέχεια όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία.

Μια σοβαρή αρρώστια και ένα όραμα άλλαξαν για πάντα την ζωή του. Άφησε την οικογενειακή επιχείρηση, νοίκιασε δύο σπίτια στα Γιάννενα, για να φιλοξενεί παιδιά που είχαν ανάγκη και προσπάθησε να βοηθήσει φτωχούς μαθητές που γνώριζε, για να διαβάσουν και να βρουν καταφύγιο για τη νύχτα. Εργαζόταν σε δύο και τρεις δουλειές καθημερινά, για να εξασφαλίσει το φαγητό και τη στέγη στα παιδιά. Άρχισε να μαζεύει παιδιά που δεν είχαν τη δυνατότητα ακόμη και να παίξουν, νοίκιασε μια αίθουσα για να παίζουν και να διαβάζουν.

Το 1972 έγινε μοναχός και συνέχεια, χειροτονήθηκε διάκονος και την επόμενη χρονιά ιερέας. Αρχικά, του παραχωρήθηκε το μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου, ενώ στη συνέχεια η Παναγία Ντουραχάνη. Τότε, το εγκαταλειμμένο μοναστήρι της Παναγίας της Ντουραχάνης που παραχωρήθηκε στον καλόγερο, είχε μόνο βράχια και πέτρες. Ο πατέρας Αθανάσιος το ανάστησε με τα χέρια του.

“Στο δίλημμα, αν θα είμαι κοντά στον κόσμο ή να φύγω σε ησυχαστήριο, υπερίσχυσε η κοινωνική αποστολή. Ήθελα, να έχω τη χαρά της δημιουργίας, να είμαι κοντά στον άνθρωπο, να προσφέρω.”

Η φράση αυτή αποτυπώνει την απόφαση ζωής που πήρε ο πατέρας Αθανάσιος σαν μοναχός το 1974.

Η θέλησή του, τον έκανε πολυτεχνίτη και έδωσε πνοή στα χαλάσματα, όπου εδώ και πάρα πολλά χρόνια δημιουργήθηκε το «Άνθος», ένα Φιλανθρωπικό Ίδρυμα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα οικοτροφείο – καταφύγιο, ένα Δημοτικό Σχολείο και ένα Γυμνάσιο, που λειτουργούν με πολύ κόπο αλλά ισχυρή θέληση, σε χώρο δίπλα από τη μονή και προσφέρουν στοργή και φροντίδα σε παιδιά, ηλικίας 6 έως 18 ετών.

Όλα τα παιδιά που βοήθησε ο πατέρας Αθανάσιος, έγιναν σπουδαίοι επιστήμονες και επιχειρηματίες, αλλά δεν ξέχασαν ποτέ τον άνθρωπο που τα φρόντισε. Σήμερα, δίνουν χέρι βοήθειας και υποστήριξης στο κοινωνικό έργο που άφησε ο πατέρας Αθανάσιος.

Πηγή: Πατέρας Αθανάσιος, κατά κόσμον Σωτήρης Χατζής   (http://www.dourachani.gr/2018/01/blog-post_8.html – Ιερά Μονή Παναγίας Δουραχάνης Ιωαννίνων)

Επίσης καταγωγή από τη Βοβούσα είχαν: ο οπλαρχηγός του Ζαγορίου Νικόλαος Δούβλης και ο Απόστολος Χατζής ή Τσαρουχάς (1891-1983) ο οποίος ασχολήθηκε με τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού και το 1976 σε ηλικία 85 ετών υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του, τα οποία ήταν χρήσιμα για την ιστορία της Βοβούσας.

Τι να δείτε όταν επισκεφθείτε τη Βοβούσα

Η Γέφυρα

H μεγάλη μονότοξη γέφυρα που δεσπόζει στο κέντρο του οικισμού κτισμένη το 1748 με χορηγία του Αλέξη Μίσιου από το Μονοδέντρι του Ζαγορίου αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του οικισμού και αποτελούσε το μοναδικό πέρασμα του Αώου για τους ταξιδιώτες που κατευθύνονταν από την περιοχή του Ζαγορίου στα Γρεβενά και εν γένει προς την Μακεδονία και την Κωνσταντινούπολη. Ειδικά το χειμώνα αυτή η αρτηρία ήταν πιο προσπελάσιμη σε σχέση με την κύρια, που διέσχιζε τη Χώρα Μετσόβου και για τους ταξιδιώτες που ήθελαν να ταξιδέψουν από τα Γιάννενα προς τη Μακεδονία. Ο έλεγχος της γέφυρας προϋπέθετε έλεγχο της κοιλάδας και κατ’ επέκταση των γύρω ορεινών περασμάτων.

Τα τοπωνύμια μαρτυρούν πως η κοιλάδα δεν ήταν μόνον οργανωμένη διάβαση αλλά και έδρα ενός σημαντικού αρματολικιού. Για τους ανθρώπους των όπλων ο έλεγχος της κοιλάδας βοηθούσε στην άσκηση της τοπικής εξουσίας, και όταν δεν συμφωνούσαν με την κεντρική τότε έρχονταν σε σύγκρουση μαζί της. Η κατασκευή της γέφυρας, κατέστησε αυτό το πέρασμα του Αώου σε έναν από τους σημαντικότερους δρόμους επικοινωνίας της Ηπείρου με τη Μακεδονία και είναι πολύ πιθανό να συνέβαλε στην οριστική συνένωση των γύρω μικρών οικισμών.

Πηγή: Θεοφάνης ∆ασούλας, διδάκτωρ Λαογραφίας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Η εφαρµογή της υδροκίνησης στην ξυλουργική βιοτεχνία της Πίνδου. Το παρελθόν της βιοτεχνίας και µια πρόταση μουσειακής ανάδειξης

Η γέφυρα στη Βοβούσα
Η γέφυρα στη Βοβούσα

Γεφύρι Λα Πουντίκα

Μικρό μονότοξο γεφύρι στα 995μ. υψόμετρο, στην ομώνυμη τοποθεσία στα νότια λίγο πριν την είσοδο στο χωριό πάνω από το Ασπρόρεμα (Αρούλου Άλμπου στα βλάχικα), που χύνεται στον Αώο. Οι κάτοικοι του χωριού το ονομάζουν «Λα Πουντίκα», βλάχικη ονομασία που σημαίνει το «γεφυράκι». Είναι άγνωστο το πότε χτίστηκε και ποιος το έχτισε.

Το Γεφύρι Λα Πουντίκα

Μουσείο Υδροκίνησης

Αξίζει την επίσκεψη γιατί μετά από πολλά χρόνια, το ιστορικό νεροπρίονο τέθηκε σε λειτουργία με τη συνδρομή του πολύπειρου μάστορα Αλέκου Δρούγια. Η μεγαλειώδης κατασκευή που αποσυναρμολογούσαν και ξαναστήναν οι υλοτόμοι της περιοχής ανάλογα με το σημείο στο οποίο εργάζονταν για να κόβουν τους κορμούς, αποτελεί ένα επίτευγμα του πολυμήχανου μαστορικού πνεύματος που συνδυάζει την τεχνολογία με τη δύναμη της φύσης. Με μικρές επιδιορθώσεις και τη δύναμη του Αώου, η μηχανή λειτούργησε ξανά την πρώτη μέρα του Αυγούστου του 2020. Το μουσείο είναι μονίμως ανοιχτό και έχει ελεύθερη είσοδο.

Εκκλησίες

Ξεχωρίζουν οι εκκλησίες τού Αγίου Γεωργίου (κτίσμα του 1814), της Αγίας Παρασκευής (όπου πραγματοποιείται η θεία λειτουργία κάθε 26η Ιουλίου και το παραδοσιακό τριήμερο πανηγύρι της Βοβούσας) και της Παναγίας. Επίσης το Δημοτικό σχολείο που χτίστηκε με έξοδα του Πέτρου Καζανά.

Το δάσος της Αγίας Παρασκευής στη Βοβούσα

Στην Ήπειρο, στα βουνά του Ζαγορίου και της Κόνιτσας, υπάρχουν πολλοί φυσικοί τόποι αφιερωμένοι σε εκκλησίες, ξωκλήσια, εικονίσματα, όπου απαντούν δέντρα υπερήλικα και δάση αιωνόβια. Παράλληλα με την προσπάθεια συστηματικής καταγραφής τους και ανάδειξης της σημασίας τους ως πολύτιμα στοιχεία της φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς μας, γεννήθηκε η ιδέα να μελετηθούν αν οι τόποι αυτοί έχουν ιδιαίτερη αξία για τη διατήρηση της φύσης και της βιοποικιλότητας.

Το 2015, τα ιερά δάση του Ζαγορίου και της Κόνιτσας, τα οποία φιλοξενούν δεκάδες ή ακόμη και εκατοντάδες αιωνόβια δέντρα, εντάχθηκαν στον εθνικό κατάλογο της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς της UNESCO. Σύμφωνα με τον ορισμό της UNESCO, η άυλη πολιτισμική κληρονομιά αφορά σε συλλογικές αναπαραστάσεις, πρακτικές, εκφράσεις, αξίες, γνώσεις και δεξιότητες που συνδέονται με συγκεκριμένες κοινότητες, ομάδες ή άτομα και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά.

Ένα από αυτά τα δάση είναι το δάσος της Αγίας Παρασκευής στη Βοβούσα που είναι αφιερωμένο στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Βρίσκεται στην κορυφή του ομώνυμου λόφου και γιορτάζει στις 26 Ιουλίου. Εκεί βρίσκονται κάποια από μεγαλύτερα μαυρόπευκα της Πίνδου και πολλά δέντρα που πεθαίνουν με φυσικό τρόπο από βαθιά γηρατειά. Είναι ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα δάση της ευρύτερης περιοχής. Το δάσος απέχει περίπου μισή ώρα από το χωριό και προσεγγίζεται ακολουθώντας ένα μονοπάτι που ξεκινά από το πέτρινο γεφύρι της Βοβούσας.

Πηγή: Τα Μεγαλειώδη Δέντρα του Ζαγορίου και της Κόνιτσας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2015, Έργο: ΘΑΛΗΣ – SAGE «Η διατήρηση της Φύσης μέσω της Θρησκείας – Τα Ιερά Δάση της Ηπείρου»

Η κοιλάδα της Βάλια Κάλντα

Η Βοβούσα βρίσκεται στο κέντρο του Εθνικού Δρυμού της Βόρειας Πίνδου, δίπλα στην περίφημη Βάλια Κάλντα και σε περιοχές εξαιρετικής ομορφιάς. Από το 1966 που ιδρύθηκε ο Εθνικός Δρυμός Πίνδου, περιλαμβάνει την κοιλάδα της Βάλια Κάλντα και του Αρκουδορέματος καθώς και τα βουνά Λύγκος και Μαυροβούνι. Η έκτασή του φτάνει τα 70.000 στρέμματα από τα οποία τα 33.000 αποτελούν τον πυρήνα.

Το 2005 ο Δρυμός ενώθηκε με τον κοντινό Εθνικό Δρυμό Βίκου-Αώου σχηματίζοντας το Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου που πλέον αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση Πάρκο της χώρας μας. Η ονομασία «Βάλια Κάλντα» σημαίνει στα βλάχικα «Ζεστή Κοιλάδα αν και αυτό αποτελεί ευφημισμό αφού πρόκειται για μια από τις πιο κρύες και υγρές περιοχές της χώρας. Το κυρίαρχο στοιχείο του νερού στην περιοχή, τα άγρια δάση, οι χιονισμένες κορφές, τα ορμητικά ρέματα και τα όμορφα ξέφωτα συνθέτουν ένα εκπληκτικό σκηνικό φυσικής ομορφιάς με μοναδικό οικολογικό ενδιαφέρον σε εθνική και πανευρωπαϊκή κλίμακα.

Εντυπωσιακός είναι ο πλούτος της βιοποικιλότητας και σημαντική η παρουσία προστατευόμενων ειδών όπως η Καφέ Αρκούδα και ο Ασπροπάρης Γυπαετός. Πρόκειται για έναν από τους 2-3 πιο σημαντικούς παρθένους και άγριους τόπους της χώρας μας.

Δραστηριότητες

Η εξερεύνηση της φύσης αποτελεί μοναδική εμπειρία και οι επιλογές είναι πολλές ανάλογα με το διαθέσιμο χρόνο και τις προτιμήσεις: διαδρομές, άλλες σε ασφαλτόδρομους προς τις γειτονικές περιοχές και χωριά, άλλες σε βατούς χωματόδρομους, και άλλες καθαρά πεζοπορικές σε μονοπάτια. Κυκλικές πεζοπορικές διαδρομές με αφετηρία το γεφύρι της Βοβούσας, εκπληκτική διαδρομή με 4χ4 από Βοβούσα για Γυφτόκαμπο.

Το ορεινό καταφύγιο «Βάλια Κάλντα»

Σε ένα υπέροχο ορεινό σκηνικό, το 2001 χτίστηκε το καταφύγιο «Βάλια Κάλντα» της Βοβούσας το οποίο μπορεί να φιλοξενήσει 50 άτομα και στο ισόγειο το εστιατόριο μπορεί να εξυπηρετήσει μέχρι 100 άτομα. Ο υπαίθριος χώρος του καταφυγίου τους καλοκαιρινούς μήνες είναι μια όαση. Ένα μέρος του εξωτερικού χώρου του καταφυγίου αξιοποιείται για τη λειτουργία κάμπινγκ.

Για τις ορειβατικές και τις άλλες δραστηριότητες στην περιοχή οι υπεύθυνοι του καταφυγίου είναι τα πλέον κατάλληλα άτομα για κάθε πληροφορία.

Φεστιβάλ Βοβούσας

Από το 2015 και στο διάστημα 16 Ιουλίου έως 7 Αυγούστου διοργανώνεται κάθε χρόνο με επιτυχία το Φεστιβάλ Βοβούσας. Διοργανώνονται μουσικές εκδηλώσεις, παραστάσεις θεατρικές καθώς και σύγχρονου χορού, πεζοπορικές εξορμήσεις, κυνήγι τρούφας, εργαστήρια βοτανοθεραπείας, άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και προφορικής ιστορίας.

«Protect Aoos» MTB Ultra

Το Protect Aoos MTB Ultra για την προστασία του Αώου είναι ο πιο απαιτητικός ποδηλατικός αγώνας mountain bike στην Ελλάδα και κάθε χρόνο προσελκύει δεκάδες αθλητές από όλη τη χώρα.

Πανηγύρια και Εκδηλώσεις

Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, όταν οι άνδρες δούλευαν στα «νεροπρίονα» σαν υλοτόμοι στο δάσος, η επιστροφή στο σπίτι κάθε 15 μέρες οδηγούσε σε γλέντι, κάποιες φορές με τοπικές κομπανίες ή και άλλες που δεν ήταν ντόπιες.

Το τοπικό πανηγύρι διοργανώνεται κάθε χρόνο την ημέρα εορτασμού της Αγίας Παρασκευής στις 26 Ιουλίου. Μετά τη λειτουργία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής συγκεντρώνονται στο χωριό, όπου ακολουθούν επισκέψεις με την συνοδεία μουσικών και ολονύκτιο γλέντι. Το πανηγύρι ολοκληρώνεται με γλέντι το επόμενο βράδυ.

Άλλο πανηγύρι γίνεται στις 15 Αυγούστου στη γιορτή της Παναγίας όπου ο χορός συνοδεύεται από τραγούδια χωρίς ορχήστρα.

Στις 23-24 Ιουνίου του Αη- Γιάννη ή Γκιλιάτα (Νυφοπάζαρο): Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1960 σε αυτήν την εκδήλωση δινόταν η ευκαιρία να χορέψουν ως πρωτοχορεύτριες οι γυναίκες που δεν είχαν άντρα στο σπίτι, και δεν ήταν δυνατόν στις άλλες εκδηλώσεις να χορέψουν μπροστά αν δεν είχαν άντρα συνοδό. Βεβαίως, μέσα από το χορό λειτουργούσε και το «Νυφοπάζαρο», όπου οι γυναίκες μόνες καλούνταν να χορέψουν στο μέσο του χωριού. Αυτό έδινε τη δυνατότητα στους άντρες να «δουν» και να «επιλέξουν». Σήμερα ο χορός γίνεται μέσα στα διάφορα μαγαζιά. Ο χορός γίνεται πάντα με συνοδεία ορχήστρας και τα τραγούδια είναι ίδια με αυτά που ακούγονται στις άλλες εκδηλώσεις.

Το Πάσχα ο Γενικός Χορός στήνεται στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου μετά την Δεύτερη Ανάσταση το απόγευμα της Κυριακής και στις Απόκριες τα τραγούδια που ακούγονταν ήταν σκωπτικά.

Τα συνοικέσια, οι αρραβώνες και οι γάμοι γίνονταν στα σπίτια και παρευρίσκονταν οι συγγενείς. Τηρούνταν όλα τα έθιμα ως προς το τελετουργικό και ακολουθούσε γλέντι με τραγούδια από το στόμα η και με ορχήστρα.

Οι κάτοικοι της Βοβούσας πιστεύουν στην τραγουδιστική και χορευτική συνέχεια που διατήρησε πολλά από τα στοιχεία του παρελθόντος την οποία προσπαθούν να αναδείξουν όσο πιο πιστά γίνεται στην αυθεντική και παραδοσιακή μορφή του τελετουργικού μέρους των πανηγυριών.

Total
1
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Προηγούμενο Άρθρο

Στην Πάργα των χρωμάτων

Επόμενο Άρθρο
Στη Μόλιστα

Μόλιστα (Μεσαριά) - Το πανέμορφο ορεινό Μαστοροχώρι

Σχετικά Άρθρα

Η επιλογή αυτή είναι απενεργοποιημένη.