Follow
Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Μόλιστα (Μεσαριά) – Το πανέμορφο ορεινό Μαστοροχώρι

Η Μόλιστα μαζί με με τα δύο γειτονικά χωριά, το Γαναδιό και το Μοναστήρι, είναι γνωστά και σαν «πέτρινα χωριά» και αντιπροσωπεύουν την παράδοση.
Στη Μόλιστα

Μόλιστα,
Αν ήσουν η πατρίδα μου,
η δικιά μου η πόλη,
θα διάβαζες στα μάτια μου,
και η βρύση δε θα σιγομουρμούριζε
τόσο λυπητερά,
Μόλιστα, Μόλιστα
Γωνιά κατοικημένη με το σλάβικο όνομα
Ακραία της ερημιάς μου.
Κι όμως
ο ξένος σ΄αγαπούσε
εκείνο το πρωινό.

Ρένος Αποστολίδης, Ποιητικά γράμματα 1949

Η Μόλιστα ανήκει στην ιστορική και πολιτισμική ενότητα των Μαστοροχωρίων της Κόνιτσας. Μαζί με με τα δύο γειτονικά χωριά, το Γαναδιό και το Μοναστήρι, είναι γνωστά και σαν «πέτρινα χωριά» και είναι χαρακτηρισμένοι παραδοσιακοί οικισμοί.

Από πολύ παλιά τα τρία αυτά χωριά είχαν την κοινή ονομασία Μόλιστα επειδή συγκροτούσαν μια ενιαία κοινότητα με τρεις οικισμούς (μαχαλάδες). Το 1919 με ειδικά διατάγματα αναγνωρίστηκε ότι στην κοινότητα Μόλιστας υπάγονται αυτοί οι τρεις οικισμοί καθώς και το μοναστήρι της Θεοτόκου. Αργότερα, ορίστηκε ότι οι οικισμοί Γαναδιό και Μποτσιφάρι ( το οποίο μετονομάστηκε το 1928 σε Μοναστήρι) αποτελούν αυτοτελείς κοινότητες  (από το 1920 και 1934 αντίστοιχα) με αποτέλεσμα η Μεσαριά να αποκτήσει επίσημα το όνομα Μόλιστα.

Από τη Μόλιστα όπως και από τα άλλα χωριά γνωστά σαν «Μαστοροχώρια της Κόνιτσας» προέρχεται ένα μεγάλο μέρος των μαστόρων της Ηπείρου. Χτίστες που χρησιμοποιώντας κάθε υλικό σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες κατόρθωσαν να χτίσουν σπίτια βασισμένα στη βυζαντινή αρχιτεκτονική παράδοση, να υψώσουν γέφυρες με λίθινα τόξα, να σκαλίσουν καλλιτεχνήματα στην πέτρα, να δώσουν πνοή στο ξύλο και να στολίσουν όχι μόνον την ηπειρωτική γη αλλά να προβάλλουν την τέχνη τους πιο πέρα και έξω από την Ελλάδα.

Ιστορικά στοιχεία

Στην κοιλάδα  που σχηματίζεται στους πρόποδες της Γύφτισσας, κορυφής του Σμόλικα, από πολύ παλιά υπήρχαν σπίτια σκορπισμένα που συγκροτούσαν τον οικισμό της Σιουπόστιανης. (Κατά τη τοπική παράδοση, «γύφτισσα» ονομάζεται μια κορυφή ανατολικά του χωριού, όπου έβγαινε μια ξυπόλητη γύφτισσα με μαύρα μαλλιά και χαλκάδες και χτυπούσε το ντέφι όταν έρχονταν ο Τούρκος κοτζάμπασης  να μαζέψει από τους χωρικούς τους φόρους)

Από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τον 19ο αιώνα περνούσε από εκεί ένας από τους κυριότερους δρόμους επικοινωνίας της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύφτηκαν στην περιοχή μαρτυρούν κατοίκηση του χώρου από την αρχαιότητα. Σύμφωνα με πηγές, πριν την ερήμωση του, ο οικισμός ήταν συγκροτημένος έχοντας 40 οικογένειες, εκκλησία και νεκροταφείο.

Η πρώτη αναφορά του τοπωνυμίου της Μόλιστας υπάρχει στον κώδικα της μονής Ζάβορδας των Γρεβενών, όπου υπάρχουν καταγραμμένα τα ονόματα κατοίκων από τη Μόλιστα  που πρόσφεραν οικονομική βοήθεια στη μονή με χρονολογία 1534-1692. Άλλες γραπτές μαρτυρίες για το όνομα βρέθηκαν σε βιβλία  της μονής της Μόλιστας με χρονολογία 1781.

Ο ιστορικός Ιωάννης Λαμπρίδης στα «Ζαγοριακά» (σελ. 87) αναφέρει ότι μετά την διάλυση του Σκαμνελίου στο Ζαγόρι και των οικισμών γύρω του, από τις επιδρομές, ένα μέρος των κατοίκων κατέφυγαν στη Μοσχόπολη (ο Λαμπρίδης την αναφέρει Βοσκόπολη), άλλοι στη Σωπική και άλλοι «εις Μόλισταν»

Οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν εκεί κατά περιόδους μεταξύ του 6ου και 14ου αιώνα, ως γεωργοκτηνοτρόφοι, μετά από τις στρατιωτικές επιδρομές τους, με την πάροδο του χρόνου  εξελληνίστηκαν.

Σύμφωνα με την παράδοση ο οικισμός της Σιουπόστιανης ερημώθηκε είτε λόγω επιδημίας πανώλης, είτε λόγω των συχνών ληστρικών επιθέσεων, επειδή βρισκόταν κοντά στον κεντρικό δρόμο Καπηλιού-Φούρκας-Μακεδονίας. Οι περισσότεροι κάτοικοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό, μερικοί μετοίκησαν κοντά στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν στους άλλους οικισμούς της σημερινής Μόλιστας. 

Μετά την ερήμωση της Σουπόστιανης (1670) οι οικισμοί της Μόλιστας αποτέλεσαν  μία ενιαία κοινότητα μέχρι το 1864

Πηγή: Η επαρχία της Κόνιτσας και η Μόλιστα επί τουρκοκρατίας (Χαρίλαος Γκούτος, καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Παράγραφος 13 – Η Σουπόστιανη και οι απαρχές της Μόλιστα, σελ.79)

Η μάχη της Μόλιστας και η απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς

Η ένταξη της Κόνιτσας στην Ελλάδα στις 24 Φεβρουαρίου 1913 υπήρξε αποτέλεσμα του απελευθερωτικού αγώνα  που ξεκίνησε από το 1908 με την  εκκόλαψη ανταρτικών ομάδων κατά των Οθωμανών και την εμφάνιση στρατιωτικών σωμάτων στην ευρύτερη περιοχή της Κόνιτσας. Από το χειμώνα του 1912 σημειώθηκαν επαναστατικές ενέργειες στα χωριά της λάκκας του  Αώου.

Στις 9 Φεβρουαρίου 1913 ο λοχαγός Δ. Παπανικολάου απελευθέρωσε το χωριό από τους Τούρκους και εγκατέστησε στο χωριό δύο λόχους. Οι Οθωμανοί, με αρχηγό τον Τζιαβήτ Πασά και με πολλές δυνάμεις, επιτέθηκαν σε μια τελευταία προσπάθεια να το ανακαταλάβουν αλλά αποκρούσθηκαν με αρκετές απώλειες. Οι Οθωμανοί όταν  έμαθαν για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21/2/1913), έφυγαν όχι μόνο από το χωριό αλλά και από την Κόνιτσα.

Πηγή: Η απελευθέρωση της Κόνιτσας – Νικ. Αναστασόπουλος

Ονομασίες

Ο μολιστινός οικισμός Μεσαριά (σημερινή Μόλιστα) βρίσκεται ανάμεσα στους οικισμούς Γαναδιό και Μποτσιφάρι. Η σημερινή διαμόρφωση του οικισμού πρέπει να ξεκίνησε την ίδια χρονική περίοδο με εκείνη του Γαναδιού και του Μποτσιφαριού (σημερινό Μοναστήρι). Το τοπωνύμιο Μεσαριά συναντιέται συχνά στην Ελλάδα και σημαίνει μεσαίος οικισμός ή σημείο που βρίσκεται στο μέσον κάποιας τοποθεσίας.

Στην παλαιοσλαβική γλώσσα η λέξη «μόλιστα» σημαίνει «ικετεύουσα. Και είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε κάποτε σε μοναστήρι ή εκκλησία η εικόνα της Παναγίας η οποία ήταν γνωστή  σαν Παναγία Μόλιστα επειδή έτσι την αποκαλούσαν οι Σλάβοι όταν  μετά από μια επιδρομή τους εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Η εικόνα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα σεβαστή στους κατόχους της και τους προσκυνητές αφού το προσωνύμιο «Μόλιστα» δόθηκε και στην εν λόγω μονή ή εκκλησία όπου η εικόνα αποτελούσε προσκύνημα και διατηρήθηκε ακόμη και όταν οι Σλάβοι κάτοχοι της εικόνας έφυγαν από την περιοχή ή αφομοιώθηκαν με τους Έλληνες.  Έτσι, καθιερώθηκε στην περιοχή η χρήση του όρου «μονή ή εκκλησία της Μόλιστας».

Η εκδοχή ότι το όνομα μπορεί να προέρχεται από την αρχαία Μολοσσία δεν φαίνεται πιθανή.

Πηγή: Η επαρχία της Κόνιτσας και η Μόλιστα επί τουρκοκρατίας (Χαρίλαος Γκούτος, καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, παράγραφος 12, Ετυμολογία των ονομάτων των οικισμών, σελ. 73 και 77)

Στη Μόλιστα
Στη Μόλιστα

Διοικητική οργάνωση – Δικαιοσύνη – Φόροι

Η περιοχή της Μόλιστας μετά την τουρκική κατάκτηση, περίπου στα 1417, υπάγονταν διοικητικά στον καζά (επαρχία) της Κόνιτσας ο οποίος ανήκε στο σαντζάκι (περιφέρεια) της Κορυτσάς και από το 1500 στο σαντζάκι Ιωαννίνων. Τις διοικητικές αρμοδιότητες είχαν κατά περιόδους τα πρόσωπα εξουσίας όπως ο διοικητής, ο ιεροδίκης (κατής), οι προεστοί του χωριού και το συμβούλιο των προεστών, ο τιμαριούχος (σπαχής) της περιοχής, οι κρατικοί φοροεισπράκτορες και άλλοι.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Παν. Αραβαντινό, οι προύχοντες του καζά της Κόνιτσας, δηλαδή τα παραπάνω πρόσωπα εξουσίας και οι «προστάτες», κυρίως οι μωαμεθανοί αλλά και οι χριστιανοί προεστοί, ήταν ανέκαθεν ημιανεξάρτητοι και ατίθασοι και αλληλοϋποστηρίζονταν, μέχρι το 1790 που ο Αλή πασάς κατάφερε να τους υποτάξει προκαλώντας έριδες μεταξύ τους

Οι κάτοικοι της Μόλιστας όπως και της υπόλοιπης περιοχής υπέφεραν από τις επιδρομές άφ΄ ενός των  ληστών, κυρίως Αλβανών και αφ΄ ετέρου των κλεφτών (πρώην αρματωλών). Επί πλέον, η τσιφλικοποίηση των χωριών ήταν μία επιπλέον πηγή πλουτισμού για τους τοπικούς μπέηδες και αγάδες με το ετήσιο μίσθωμα που υποχρεώνονταν να καταβάλουν οι  χωρικοί. Η προσπάθεια να τσιφλικοποιήσουν και τη Μόλιστα απέτυχε και η Μόλιστα γλύτωσε  από το ισόβιο μίσθωμα που έπρεπε να καταβάλει.

Αυτές οι συχνές λεηλασίες και επιδρομές των Αλβανών ήταν η αιτία τα χωριά της Κόνιτσας να οργανώσουν, με την ανοχή των Τούρκων, ένα ιδιόρρυθμο σύστημα διακυβέρνησης και αυτοδιοίκησης που αποτελούνταν από τους προεστούς των “πέντε κύκλων” της επαρχίας τους. Αυτοί οι προεστοί των πέντε χωριών της επαρχίας Κόνιτσας αντιπροσώπευαν τη γνώμη όλης της επαρχίας και ήταν εξουσιοδοτημένοι να λύνουν διαφορές.

Η τοποθεσία δυτικά της κοιλάδας του Βουρκοπόταμου, που σήμερα ανήκει στο Γανναδιό αποτέλεσε δερβένι (πέρασμα) από τον 17ο αιώνα μέχρι το 1790. Ο αρχηγός της φρουράς του Δερβενιού εισέπραττε από τους διαβάτες του περάσματος διόδια, και από τους κατοίκους φόρο, λόγω της προστασίας που τους παρείχε. Κατά την περίοδο 1722-1743 το δερβένι το φρουρούσαν οι Μολιστινοί και είχαν το δικαίωμα να εισπράττουν διόδια.

Οικονομία και Ασχολίες στη Μόλιστα

Οι παλιότεροι κάτοικοι της Μόλιστας ίσως ήταν βοσκοί οι οποίοι το χειμώνα  κατέβαιναν στα πεδινά της Θεσπρωτίας και το καλοκαίρι ανέβαιναν στα απέραντα βοσκοτόπια  του Σμόλικα και του Γράμμου. Το απλό και πρωτόγονο  σύστημα  παραγωγικής συνεργασίας του «τσελιγκάτου» καθόριζε την ποιμενική τους ζωή.

Τις  καλύβες τους τις κατασκεύαζαν με τον ίδιο τρόπο των Σαρακατσαναίων όπως αναφέρει ο Γ. Λυμπερόπουλος στο βιβλίο του «Ορεινοί και Μεθόριοι». Κάθε ποιμενική οικογένεια είχε δυο καλύβες. Μια μόνιμη στο χειμαδιό και μια δεύτερη  πάνω στα θερινά βοσκοτόπια. Οι καλύβες στα χειμαδιά ήταν ολοστρόγγυλες. Στα βουνά όμως γίνονταν μεγαλύτερες και ορθογώνιες γιατί  οι ανάγκες του καλοκαιριού ήταν περισσότερες. Το χειμώνα όμως οι καλύβες, εγκαταλειμμένες, καταστρέφονταν από την κακοκαιρία, αλλά την επόμενη χρονιά ξανάρχιζαν το στήσιμο του σπιτικού σε καινούρια καλύτερη τοποθεσία και παράλληλα μεγάλωναν τις καλύβες για να βολευτούν.

Η φύση τους προμήθευε ότι χρειάζονταν. Το δάσος την ξυλεία, τροφή για τα ζώα, φυτά και μυστικά βότανα. Στα προσήλια καλλιεργούσαν σε μικρές εκτάσεις τα χωράφια τους εξασφαλίζοντας όσπρια, δημητριακά  σιτάρι, πατάτες κ.ά.. Σύμφωνα με πληροφορίες, παλιότερα άνθιζε η σηροτροφία. Το κρασί επίσης ήταν τοπικό προϊόν και κάθε σπίτι έβγαζε 700 οκάδες κόκκινο εκλεκτό κρασί καθώς και τσίπουρο από τα πολλά αμπέλια που υπήρχαν και τις  διάφορε κατηγορίες σταφυλιών που ευδοκιμούσαν στην περιοχή. Τα πολλά νερά μέσα στο χωριό  βοηθούσαν στις καλλιέργειες των λαχανικών. Ο Βουρκοπόταμος και ο  Σαραντάπορος τους προμήθευαν ψάρια. Επίσης καρυδιές, κερασιές, μηλιές και δαμασκηνιές ευδοκιμούσαν στα μέρη αυτά. Η αυτάρκεια της οικονομίας τους είχε ως αποτέλεσμα  να κυκλοφορούν ελάχιστα νομίσματα στην αγορά.

Οι μαστόροι της Μόλιστας

Η οικοδομική παράδοση είναι άγνωστο πόσο παλιά ήταν. Η πρώτη αναφορά για οικοδομική δραστηριότητα και μάλιστα με μεγάλο αριθμό οικοδόμων από τη Μόλιστα τεκμηριώνεται από κατάλογο της 19ης Σεπτεμβρίου 1801 που καταγράφεται «μαστώρη στο κάστρω» των Ιωαννίνων (μάλλον το Ιτς- Καλέ). Σ΄αυτόν τον κατάλογο ανάμεσα στους 789 οικοδόμους και 1026 ειδικευμένους εργάτες είναι καταχωρημένοι και «35: Μολεστινη» μαστόροι. (ανέκδοτο αρχείο Αλή Πασά).

Συνήθως, στις αρχές της άνοιξης, οι μαστόροι σχημάτιζαν ομάδες, τα «μπουλούκια» και αναχωρούσαν από το χωριό τους για προσυμφωνημένες δουλειές. Την περίοδο του χειμώνα ήταν με τις οικογένειες τους μέχρι την επόμενη άνοιξη που αναχωρούσαν πάλι.

Από τη Μεσαριά (Μόλιστα) γνωστά μπουλούκια ήταν του Βασιλείου Χαρισιάδη και του Αθανασίου Σερίφη.

Οι Μολιστινοί μαστόροι επέκτειναν τη δραστηριότητά τους και εκτός των ορίων της Ηπείρου. Στα προπολεμικά ταξίδια τους υπήρξαν και περιπτώσεις που γυναίκες από τη Μόλιστα ακολουθούσαν και βοηθούσαν τους άντρες τους. Αυτό αποτελεί μια περίπτωση πολύ ενδιαφέρουσα όσο και σπάνια. Βέβαια είναι γεγονός ότι οι γυναίκες της Μόλιστας  –όπως και οι Σαρακατσάνισσες- φημίζονταν για το ότι μόνες τους κατασκεύαζαν τις στρογγυλές ξυλοκαλύβες.

Στα 1938-1940 δούλεψαν Μολιστινοί με Πυρσογιαννίτες και Κερασοβίτες σε έργα οδοποιίας (διανοίξεις, γέφυρες, τοιχοποιίες) των δρόμων στις περιοχές Ξάνθης, Καβάλας, οχυρών Ρούπελ. Δούλευαν μέχρι την ημέρα που κηρύχτηκε ο Πόλεμος το ΄40. Μετά τον πόλεμο δεν είναι γνωστό αν οι Μολιστινοί συνέχισαν να ασκούν την τέχνη.

Έκτοτε η στροφή των κατοίκων προς την αποδημία στη Ρουμανία και την αλλαγή του επαγγέλματος είχε σαν αποτέλεσμα τη βαθμιαία μείωση της Μόλιστας σαν κέντρο μαστόρων. Με την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878) είχαν την ευκαιρία να πλουτίσουν επειδή η διέλευση των Ρωσικών στρατευμάτων από τη Ρουμανία άφηνε στα παντοπωλεία και τους φούρνους πολύ χρήμα. Και οι Μολιστινοί επιδόθηκαν στα δυο αυτά επαγγέλματα καταφέρνοντας να πλουτίσουν.   

Πηγή: ΜΑΣΤΟΡΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ, ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΕΤΡΟΝΩΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ – Η τρίκωμη Μόλιστα, σελ. 667

Αρχιτεκτονική

Χαρακτηριστικό στοιχείο των σπιτιών είναι ο φρουριακός χαρακτήρας με χοντρούς τοίχους, λίγα ανοίγματα, βαριές ξυλοδεσιές και σκούρα πέτρα από το βουνό.

Το μοναδικό διακοσμητικό στοιχείο είναι τα ξύλινα κοσμήματα των παραθύρων ή οι απλές πέτρινες διακοσμήσεις των υπέρθυρων. Η αυλή περιφραγμένη, συνήθως, με ξερολιθιά αποτελεί τον κύριο χώρο του σπιτιού για όλες τις εποχές. Είναι πλακοστρωμένη, με λουλούδια και δέντρα και έχει γύρω τους απαραίτητους χώρους (υπόστεγο, φούρνος, αποχωρητήριο (χαλές),αποθήκες, μαγειρείο, αποστακτήριο (καζαναριό).

Η ενδοστρέφεια και η λιτότητα των σπιτιών έχει  σκοπό να μην προκαλείται ο φθόνος των περαστικών.

Η ψηλή πέτρινη περίφραξη δίνει το αίσθημα της απομόνωσης και της ελευθερίας των ιδιοκτητών όταν βρίσκονται στην αυλή. Η λιτή κατασκευή χαρακτηρίζει επίσης και το εσωτερικό του σπιτιού με τις μικρές ξύλινες μεσάντρες για την αποθήκευση των ρούχων και το τζάκι με τα μπάσια αποτελούσαν την επίπλωση. Το μόνο στοιχείο διακόσμησης ήταν τα χρωματισμά κεντητά καλύμματα στα μπάσια.

Το σκουρόχρωμο ξύλο είναι το υλικό για τα πατώματα, τα υπέρθυρα, τις σκάλες, τα μπαλκόνια και τις ντουλάπες. Μεμονωμένες περιπτώσεις σαχνισιών (προεξέχοντα παράθυρα) υποδηλώνουν  την τάση των τεχνιτών να επεξεργαστούν τη λιτή πέτρινη όψη πλουτίζοντάς την με κάποια επιπλέον αισθητικά στοιχεία και να  δώσουν μια γραφική όψη στο κτίσμα. Τα δομικά υλικά που έχουν -είναι περιορισμένα και όταν τους δίνεται η ευκαιρία  δουλεύουν με τέχνη την πέτρα κατασκευάζοντας τζάκια, μπαλκόνια  και σκάλες  με θαυμάσια κατασκευαστική τελειότητα.

Η Εκπαίδευση στη Μόλιστα

Η εκπαιδευτική κίνηση ήταν αξιόλογη για την εποχή εκείνη. Έγγραφα της περιόδου 1828-1913 σχετικά με τη Μόλιστα και υπογραμμένα από Γαναδιώτες δασκάλους, ιερείς ή απλούς κατοίκους, μαρτυρούν ότι πολλοί κάτοικοι ήταν εγγράμματοι. Σύμφωνα με την παράδοση, πριν την ίδρυση των σχολείων οι παπάδες δίδασκαν τα λίγα γράμματα ή κάποιος άλλο «γραμματοδιδάσκαλος». Στη Μόλιστα δίδαξε γύρω στο 1850 ο Γεώργιος Τζούνης από τη Σταρίτσανη ο οποίος ήταν συνεργάτης του Καποδίστρια. Από χειρόγραφες σημειώσεις σε βιβλία του μοναστηριού της Μόλιστας φαίνεται ότι κατά καιρούς δίδαξαν και άλλοι δάσκαλοι.

Το 1846 ο Νικόλαος Ξυνός, εγκαταστημένος στο Βουκουρέστι, κληροδότησε στη Μόλιστα ένα ακίνητο που είχε εκεί, προκειμένου μεταξύ άλλων να κτιστεί σχολείο για τα φτωχά παιδιά. Η Σπυριδώνειος Σχολή που κτίστηκε με αυτά τα χρήματα και η δωρεάν φοίτηση ήταν η αιτία που πολλοί Μολιστινοί μορφώθηκαν ακόμη και επί τουρκοκρατίας.

Τελειώνοντας τα παιδιά τη Σχολή πήγαιναν στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου ή Ιωαννίνων. Το 1929 η Σχολή έκλεισε. Εκτός από τη Σχολή αυτή ,στη Μόλιστα και το Μοναστήρι λειτουργούσε τετρατάξιο δημοτικό σχολείο. Επίσης το 1848 ο Μιχαήλ Νάζης, εγκαταστημένος κι αυτός στο Βουκουρέστι, με τη διαθήκη του διέθεσε την περιουσία του για την ίδρυση παρθεναγωγείου στο χωριό.

Πηγή: Η επαρχία της Κόνιτσας και η Μόλιστα επί τουρκοκρατίας (Χαρίλαος Γκούτος, καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Σχολική Μόρφωση σελ. 96

Ενδυμασία και Κεντήματα

Οι γυναίκες το χειμώνα, όταν εύρισκαν χρόνο από τις αγροτικές δουλειές, ύφαιναν στον αργαλειό το ρουχισμό και ότι άλλο ήταν απαραίτητο. Κύριο υλικό για τα ρούχα ήταν το δίμιτο (denim), ύφασμα μάλλινο, χοντρό, δουλεμένο στον αργαλειό και οι «τσέργες» από μαλλί προβάτου ή τράγου με το οποίο έκαναν τα στρώματα. Η ενδυμασία τους ήταν ό τύπος της ενδυμασίας των χωρικών (επαρχίες Κουρέντων, Πωγωνίου, Σουλίου, Παραμυθιάς Ζαγορίου κ.λπ.) σε αντιδιαστολή με τον αστικό (περιοχές Ιωαννίνων, Ζίτσας κ.λπ.). Η ενδυμασία αυτή ήταν κατασκευασμένη από εγχώρια υφάσματα.

Η ενδυμασία τους ήταν o τύπος της ενδυμασίας των χωρικών (επαρχίες Κουρέντων,Πωγωνίου, Σουλίου, Παραμυθιάς Ζαγορίου κ.λπ.) σε αντιδιαστολή με τον αστικό (περιοχές Ιωαννίνων, Ζίτσας κ.λπ.). Η ενδυμασία αυτή ήταν κατασκευασμένη από εγχώρια υφάσματα.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ενδυμασίας για τις γυναίκες ήταν η λιτότητα και η έλλειψη στολιδιών όπως κοσμήματα, γούνες.

Τα κεντήματα που σώθηκαν είναι πολύ λίγα και οι γυναίκες τα έκρυβαν και απέφευγαν να δίνουν πληροφορίες. Η Μόλιστα λεηλατήθηκε πολλές φορές και δεν έχει να  παρουσιάσει περίτεχνα κεντήματα. Οι δύσκολες συνθήκες του κλίματος ανάγκαζαν τους κατοίκους να κατασκευάζουν ως επί το πλείστον μάλλινα υφάσματα (βελέντζες, κιλίμια, φλοκάτες)που διακοσμούσαν τα «μπάσια» (ξύλινοι πάγκοι κολλητά στον τοίχο). Πολλές φορές ήταν διακοσμημένα με γεωμετρικά σχήματα ή σχέδια με κλαδιά και άνθη.

Τι να δείτε

Το γεφύρι στους Κουκλιούς

Γνωστό και σαν γεφύρι του Κρυονερίου και Βέργου. Βρίσκεται 25 χιλ. βόρεια από την Κόνιτσα δεξιά του εθνικού δρόμου και κάτω από το χωριό Μοναστήρι (πρ. Μποτσιφάρι) στη θέση Κουκλιούς, δίπλα στο ομώνυμο παλιό χάνι (αργότερα χάνι Κοτλή και Βέργου).

Γεφυρώνει το λάκκο Σλιούτα ή Κορτινιστιότικο ρέμα που ξεκινάει από την Κορτίνιστα (Νικάνορα) και χύνεται στο Σαραντάπορο. Είναι μονότοξο με άνοιγμα 8,30μ. και το ύψος από την κοίτη φτάνει τα 4,50μ και κορυφώνεται στο κέντρο στα 5,20 μ. Ο καμπουρωτός διάδρομος φτάνει τα 20 μ. μήκος και 2.40 πλάτος έχοντας χαμηλές και αραιά τοποθετημένες αρκάδες.

Μάστορας του γεφυριού ήταν ο Φώτης Λωλός από τη Βράνιστα (Τράπεζα) σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των απογόνων του αλλά και από την ιδιόρρυθμη τεχνική του συγκεκριμένου μάστορα που το τεκμηριώνει σαν δική του την εργασία. Κτίστηκε στο δεύτερο μισό ή τα τέλη (το πιθανότερο) του 19ου αιώνα.

Πηγή: ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΟΥΣ ΚΟΥΚΛΙΟΥΣΣΠΥΡΟΣ Ι. ΜΑΝΤΑΣ, ΓΕΦΥΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΤΟΜΟΣ Γ΄-ΤΑ «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ» ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ Σελ. 138

Το γεφύρι στο Βουργοπόταμο (Κερασοβίτικο ποτάμι)

Παλιά ο κύριος δρόμος από Κόνιτσα προς τα Μαστοροχώρια και τη Μακεδονία έφθανε στην αριστερή όχθη του Βουργοπόταμου και στο σημείο όπου συναντούσε το Σαραντάπορο διακλαδιζόταν ακολουθώντας τις κοιλάδες των δυο συμβαλλόμενων ποταμών.

Ο ένας από τους δύο κλάδους κατευθυνόταν μέσω της κοιλάδας του Σαραντάπορου, προς τη Μακεδονία. Η επικινδυνότητα διάβασης στο σημείο εκείνο του ποταμού λογικά σήμαινε ότι εκεί υπήρχε ανάγκη γεφύρωσης.

Περί το 1968 όταν κατασκευαζόταν η νέα μεγάλη σκυρόδετη γέφυρα της Εθνικής οδού φαινόταν ένα μικρό κομμάτι της ράχης του παλιού πέτρινο γεφυριού όμως κανείς τότε δεν έδωσε κάποια εξήγηση. Στη συνέχεια το γεφύρι ξαναχώθηκε μέσα.

Ούτε οι  παλιοί μάστορες, ούτε οι κυρατζήδες  ανέφεραν ποτέ ένα τέτοιο γεφύρι. Δεν υπήρχε καμμία αναφορά από ξένους περιηγητές ή ντόπιους γεωγράφους  και ούτε διασώθηκε κάποια  γραπτή αναφορά ή και θύμηση από αφηγήσεις παλαιοτέρων.

Κατά τον χειμώνα του 2002/3, μια μεγάλη και ορμητική νεροκατεβασιά του Βουργοπόταμου έφερε στο φως το κορυφαίο τμήμα ενός λιθότοξου, επιβεβαιώνοντας την ορθότητα της σκέψης, ότι έπρεπε σίγουρα εκεί να υπήρχε γεφύρωση. Αυτή την πέτρινη αψίδα αποτύπωσε με κάθε λεπτομέρεια το καλοκαίρι  του 2003 ο καθηγητής Αργύρης Πετρονώτης και την παρουσίασε σε άρθρο του το 2004 στο Περιοδικό «εκ Χιονιάδων» , τεύχος 7, σελ.31.

Ένα εκτενές κείμενο « Η μεγάλη, τοξωτή γέφυρα Βουργοπόταμου» της Μόλιστας γραμμένο από το Θωμά Β.Ζιώγα, πολιτικό μηχανικό από τη Δροσοπηγή Κόνιτσας, δημοσιευμένο στο περιοδικό «τα Καντσιώτικα» δίνει στοιχεία για το γεφύρι. Το γεφύρι πρέπει να υπήρχε το 1878 επειδή σε γραπτές μαρτυρίες  αναφέρεται με την λέξη «μεγάλο» και τούτο το τρίτοξο  πετρογέφυρο στον Βουργοπόταμο όντως ήταν μεγάλο, αφού είχε μήκος 25,00 μ.

Από τις μελέτες που έκανε, ο σχεδιασμός του γεφυριού υπήρξε ανεπαρκής και δεν εκτιμήθηκε η ροή του ποταμού και τα φερτά υλικά τα οποία δεν μπορούσαν να περάσουν από τις σχετικά μικρές καμάρες και αφέθηκε στην τύχη του

Πηγές:

 «Η μεγάλη, τοξωτή γέφυρα Βουργοπόταμου της Μόλιστας», Θωμάς Β.Ζιώγας, πολιτικός μηχανικός, «τα Καντσιώτικα», τεύχος 23, σελ.10

“Το ξεχωμένο γεφύρι στην κοίτη του Βουρκοπόταμου Μόλιστας», Αργύρης Π.Π. Πετρονώτης , Περιοδικό «εκ Χιονιάδων», τεύχος 7, σελ.31.

Το γεφύρι στο Βουργοπόταμο

Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Μόλιστα

Άγιος Νικόλαος

Ο Άγιος Νικόλαος, η κεντρική εκκλησία, τρίκλιτη βασιλική, με το τέμπλο και το ταβάνι ξυλόγλυπτα και η Αγία Παρασκευή που βρίσκεται στο νεκροταφείο της Μόλιστας, έξω από το χωριό και είναι αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή επειδή παλιά οι κάτοικοι θεωρούσαν ότι η αγία αυτή αποτρέπει τις επιδημίες πανώλης έχοντας το τραγικό προηγούμενο της επιδημίας που αποδεκάτισε τον πληθυσμό και ερήμωσε τη Σουπόστιανη.

Στην περιοχή που ανήκει στη Μεσαριά (Μόλιστα) υπάρχουν και έξη εκκλησάκια (Αγιος Δημήτριος, Αγία Βαρβάρα, Άγιος Χαράλαμπος, Άγιοι Απόστολοι και Άγιος Μηνάς).

Το Μοναστήρι των Εισοδίων της Θεοτόκου Μόλιστας

Μετά την ερήμωση του αρχικού οικισμού της Σουπόστιανης, το 1672 ιδρύθηκε στο Μποτσιφάρι (σημερινό Μοναστήρι) μονή στην οποία μεταφέρθηκε η εικόνα της Παναγίας της Μόλιστας. Εικάζεται ότι η ολισθηρότητα του εδάφους στο σημείο εκείνο να συντέλεσε στην κατολίσθηση, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του αρχικού μοναστηριού από τους καλόγερους  και τη θεμελίωση του νέου. Σύμφωνα με τον ιερέα Γεώργιο Παΐσιο, από μελέτη σε πλάκα μη εντοιχισμένη και από άλλα ευρήματα, το πρώτο μοναστήρι είχε κτιστεί το 1672 και   διατηρήθηκε περί τους δυο αιώνες. Μετά καταστράφηκε και το 1819 χτίστηκε στη σημερινή του θέση και ολοκληρώθηκε το 1892. Σύμφωνα με την παράδοση η Παναγία με τρόπο θαυματουργικό υπόδειξε την τοποθεσία όπου χτίστηκε το μοναστήρι. Σε έκτακτες ανάγκες (ξηρασία, ασθένειες) γινόταν περιφορά στο χωριό της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας.

Μέχρι το 1940 το μοναστήρι βρισκόταν σε ακμή και η κοινωνική του προσφορά υπήρξε σημαντική. Στις αρχές του 20 ου αιώνα άρχισε να παρακμάζει .

Τον Ιανουάριο του  1976  ληστές παραβίασαν την πόρτα και έκλεψαν την εικόνα τη Παναγίας, την επονομαζόμενη «Στρατιώτισσα», μαζί με άλλα κειμήλια. Η προσωνυμία «Στρατιώτισσα» είχε δοθεί επειδή η εικόνα σαν θαυματουργή που θεωρούνταν, βρισκόταν πολλές φορές « στις στράτες» δηλαδή την έπαιρναν οι χριστιανοί στα σπίτια τους μέσα και έξω από τη Μόλιστα.

Το καθολικό είναι μονόκλιτη βασιλική, με δύο πόρτες και γυναικωνίτη. Στον κύριο ναό σώζονται δύο πέτρινα μανουάλια του 1831, ξυλόγλυπτο τέμπλο και σπάνιες εικόνες.

Η Μονή γιορτάζει στις 21 Νοεμβρίου, με πανηγυρική λειτουργία.

Πηγή: Μοναστήρια της Επαρχίας Κονίτσης – Πρεσβ. Διονυσίου Δημ. Τάτση

Το Ταχυδρομείο της Μόλιστας

Παλιότερα για την ταχυδρομική επικοινωνία στη Μόλιστα χρησιμοποιούνταν σαν ταχυδρόμοι οι αγωγιάτες. Στην Κόνιτσα άρχισε να λειτουργεί ταχυδρομείο περίπου το 1877 και το 1881 ιδρύθηκε και τηλεγραφείο.

Οι πρόεδροι των τριών κοινοτήτων της Μόλιστας (Σουπόστιανη, Μεσαριά, Μποτσιφάρι) και της Πουρνιάς το 1960 με έγγραφό τους ανέφεραν στη Νομαρχία την ύπαρξη του Ταχυδρομείου της Μόλιστας που λειτουργούσε από το 1913 και για 47 χρόνια, εξυπηρετούσε όχι μόνον τους κατοίκους των παραπάνω χωριών αλλά και αυτούς της Αγίας Παρασκευή και της Φούρκας και μέχρι το 1958 τους κατοίκους της Δροσοπηγής, της Λαγκάδας και της Καστάνιανης.

Στην ίδρυση του Ταχυδρομείου της Μόλιστας σημαντικό ρόλο έπαιξαν δυο σπουδαία γεγονότα που συνέβησαν εκείνη τη χρονιά. Το πρώτο ήταν η νίκη του Ελληνικού στρατού κατά των Τούρκων στις 15 Φεβρουαρίου στην περιοχή της Μόλιστας όταν ο ελληνικός στρατός ανακατέλαβε τη Μόλιστα αποκρούοντας τις τουρκικές δυνάμεις που αποσύρθηκαν με αρκετές απώλειες. Η νίκη αυτή έκανε γνωστή τη Μόλιστα σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια και στην τότε ελληνική Κυβέρνηση. Το δεύτερο ήταν η έντονη πίεση που άσκησαν οι Μολιστινοί προύχοντες του Βουκουρεστίου , και των τριών χωριών, στο τότε Έλληνα Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος επισκέφτηκε επίσημα τη Ρουμανία εκείνη τη χρονιά και είχε επαφές με επιφανείς ξενιτεμένους Έλληνες.

Το Ταχυδρομείο από την ίδρυσή του το 1913 μέχρι το 1983 στεγαζόταν σε κεντρικό κτίριο της πλατείας. Μετά την πυρκαγιά του κτιρίου λειτούργησε σε άλλο κτίριο μέχρι το 1998 που καταργήθηκε οριστικά.

Μουσική παράδοση, χοροί, πανηγύρια στη Μόλιστα

Η θέση της ευρύτερης περιοχής της Κόνιτσας και των χωριών της βρίσκονται μεταξύ Αλβανίας και Μακεδονίας. Επόμενο ήταν να δεχτεί μουσικές επιρροές και από τους δύο χώρους και να πλούσια μουσικοχορευτική παράδοση.

Το βασικό όργανo είναι το κλαρίνο που το συνοδεύουν το βιολί, το λαούτο και το ντέφι. Η Μόλιστα είχε και έχει μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς στην περιοχή της Κόνιτσας οι οποίοι με τις κομπανίες τους και ενταγμένοι στην τοπική κοινωνία γνωρίζουν τα τοπικά έθιμα και τις προτιμήσεις των χορευτών.

Σε μια εποχή που οι κάτοικοι των χωριών ζούσαν απομονωμένοι ο μοναδικός τρόπος διασκέδασης ήταν τα πανηγύρια, οι γάμοι, οι μεγάλες θρησκευτικές και ονομαστικές γιορτές, οι Απόκριες και τα ζιαφέτια. Τα πανηγύρια, οι θρησκευτικές και ονομαστικές γιορτές και οι διάφορες εκδηλώσεις ήταν ο μοναδικός τρόπος  διασκέδασης των ανθρώπων των χωριών. Επιπλέον, ήταν ο καλύτερος τρόπος επικοινωνίας των νέων ανθρώπων σε μία εποχή αυστηρών ηθών όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων.

Οι χοροί απλοί και στρωτοί αντανακλούσαν τα αυστηρά ήθη και έθιμα της Ηπείρου, όπου δεν επιτρεπόταν, και κυρίως στις γυναίκες, η εκδηλωτικότητα.

Στους χορούς οι  χορευτές χόρευαν σε μονό ή διπλό κύκλο και συνοδευόταν πάντα από τα όργανα των ντόπιων οργανοπαιχτών. Στο διπλοκάγκελο σχήμα οι γυναίκες χόρευαν μέσα και οι άντρες έξω. Ο κάθε άντρας που έσερνε το χορό, χόρευε μόνο με τη γυναίκα του, ή με κάποια πολύ κοντινή συγγενή του. Στο μονό κύκλο οι άντρες χόρευαν μπροστά και οι γυναίκες ακολουθούσαν. Όταν έσερνε το χορό κάποια παντρεμένη την κρατούσε ο άντρας της με χειρομάντηλο ενώ τα ανύπαντρα κορίτσια τα κρατούσε κάποια από το σόι τους μάννα ή αδερφή. Συνήθως χόρευαν κατά οικογένειες.

Ήθη και Έθιμα – Παραδόσεις

Η κοινωνική οργάνωση χαρακτηρίζονταν από τα  αυστηρά ήθη και έθιμα. Ο σεβασμός ξεπερνούσε την έννοια της λέξης. Οι γυναίκες, όσο ηλικιωμένες κι αν ήταν, έπρεπε να χαιρετήσουν τον άνδρα έστω κι αν ήταν νέος και αν κάθονταν να σηκωθούν όρθιες. Οι νέοι και οι νέες αντάλλαζαν βλέμμα μόνο στο χορό, στους γάμους και στα πανηγύρια. Οι άνθρωποι της Μόλιστας ήταν προσηλωμένοι στις παραδόσεις και με βαθιά θρησκευτικότητα.

Το μακρινό παρελθόν της ζωής μέσα στη φύση, ο δυνατός δεσμός τους με τη γη και η αγάπη τους για τα ζώα ήταν η αιτία να γεννηθούν υπερφυσικές ιστορίες γι΄αυτά. Οι κυρίαρχοι ζωομορφικοί πρόγονοι της περιοχής ήταν το φίδι, η αρκούδα και η γίδα. Το φίδι, γέννημα της γης, ήταν η μετενσάρκωση του πεθαμένου. Η αρκούδα προστάτης των μικρών παιδιών και των άρρωστων που έχουν απομονωθεί στα βουνά. Η γίδα σύμβολο γονιμικό συνδέεται με τη βροχή που είναι το πρώτο γονιμικό στοιχείο της γης.

Τα ζαφέτια ήταν τα γλέντια που γινόταν για την επιστροφή κάποιου ξενιτεμένου συνήθως από τη Ρουμανία ή την Αίγυπτο και στα οποία συμμετείχαν μόνο οι άντρες , και εκδήλωναν τη νοσταλγία του ξενιτεμένου που προσπαθούσε στο λίγο χρόνο παραμονής του στο χωριό να διασκεδάσει και να κρατήσει, φεύγοντας, τις ωραίες αναμνήσεις.

Υπάρχουν πολλά έθιμα και παραδόσεις που συνδέονται με τα ταξίδια των μαστόρων. Παραδόσεις που σχετίζονται με το νερό επίσης δεμένες με την τελετουργία της αναχώρησης των μαστόρων, και έθιμα κατά το χτίσιμο των σπιτιών (σφάξιμο κόκορα, ρίψη νομισμάτων).

Η Μόλιστα σήμερα

Σήμερα το χωριό κατοικείται από πολύ λίγους ανθρώπους και οι παλιές γιορτές έχουν απλοποιηθεί. Οι πόλεμοι, η μετανάστευση και η αστυφιλία είχαν σαν επακόλουθο την παρακμή της ελληνικής υπαίθρου και την ερήμωσή της.

Τα ζαφέτια πλέον δεν γίνονται , οι ονομαστικές γιορτές γιορτάζονται χωρίς τα όργανα  και οι εορτασμοί έχουν χάσει την αυθεντικότητα  τους και τη σχέση με την καθημερινή ζωή .Το καλοκαίρι το πανηγύρι που γίνεται στην πλατεία εξακολουθεί να διατηρεί τον παραδοσιακό τρόπο και δίνει την ευκαιρία στους κατοίκους να συναντηθούν στον τόπο τους που πάντα θα νοσταλγούν.

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Προηγούμενο Άρθρο
Στη Βοβούσα

Βοβούσα: Το άγνωστο χωριό - κόσμημα του Ανατολικού Ζαγορίου

Επόμενο Άρθρο
Στα Τζουμέρκα

Στα πανέμορφα Τζουμέρκα: Ένα ταξίδι ανάμεσα στη φύση και τη γαλήνη

Σχετικά Άρθρα
<p>Η επιλογή αυτή είναι απενεργοποιημένη.</p>