Οι Καλαρρύτες βρίσκονται στις δυτικές πλαγιές της οροσειράς της Πίνδου στο νομό Ιωαννίνων σε υψόμετρο 1200 μέτρων και γεωγραφικά και διοικητικά εντάσσονται στην περιοχή των Τζουμέρκων. Είναι ένα από τα πέντε χωριά που ανήκουν στα Βλαχοχώρια των Τζουμέρκων. Τα άλλα τέσσερα είναι το Βαθύπεδο, το Ματσούκι, το Παλαιοχώρι και το Συρράκο).
Γύρω από το χωριό υψώνουν το ανάστημά τους οι πανύψηλοι ορεινοί όγκοι της Νότιας Πίνδου. Στα νότια, τα Αθαμανικά Όρη ή Τζουμέρκα (2429μ.) και βόρεια ο Λάκμος ή Περιστέρι (2294μ.). Ανάμεσά τους χύνει τα νερά του ο Καλαρρύτικος ή Χρούσιας ποταμός, παραπόταμος του Άραχθου.
Το 1815, όταν ο Γάλλος ιστορικός και διπλωμάτης Φ. Πουκεβίλ (Pouqueville, François Charles Hugues Laurent) έφτασε στους Καλαρρύτες εντυπωσιάστηκε από την τοποθεσία του οικισμού. «Χτισμένος σε επάλληλα επίπεδα, άρχιζε από τα χείλη της αβύσσου και υψωνόταν προς τα πάνω σε απόσταση εξακόσιες οργιές στη νότια πλευρά του βουνού Πάντουρε – Μουρέ (δασωμένο βουνό)» γράφει στο βιβλίο του «Ταξίδι στην Ελλάδα. Ήπειρος» (σελ 307).
Στα βόρεια της κοινότητας εκτείνεται η τοποθεσία Μπάρος με τα ορεινά βοσκοτόπια. Σε υψόμετρο 2285 μέτρων βρίσκεται το πέρασμα του Μπάρου και η ψηλότερη ασφαλτοστρωμένη διαδρομή της Ελλάδας που ενώνει την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Στα βορειοδυτικά των Καλαρρυτών βρίσκεται το Συρράκο. Ανάμεσα στα δύο χωριά σχηματίζεται το φαράγγι του Σταυραετού και στο βάθος του ρέει ο Καλαρρύτικος ή Χρούσιας , παραπόταμος του Άραχθου.
Ιστορικά στοιχεία για τους Καλαρρύτες
Ευρήματα στην περιοχή του χωριού πιστοποιούν κατοίκηση από την εποχή του χαλκού. Ζώντας νομαδική ζωή και μετακινούμενοι διαρκώς από τα ορεινά στα πεδινά επέλεγαν κατάλληλες θέσεις ώστε να διατηρήσουν την ελευθερία τους. Οι επιδρομές των Σλάβων στις πεδινές περιοχές κατά τον 7ο αιώνα ανάγκασαν τους κατοίκους να ανέβουν και να εγκατασταθούν σε ορεινές και δυσπρόσιτες τοποθεσίες, όπως τα Τζουμέρκα, για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Στην επιλογή της τοποθεσίας έπαιξαν ρόλο σημαντικοί παράγοντες: τα άφθονα βοσκοτόπια, απαραίτητα για τη βοσκή των κοπαδιών, το δυσπρόσιτο της περιοχής που τους εξασφάλιζε προστασία από τις ληστρικές επιδρομές, και οι δίοδοι επικοινωνίας με τη Θεσσαλία και την Άρτα. Αυτά τα πλεονεκτήματα του τόπου προσέλκυσαν και άλλους κατοίκους από τις γύρω περιοχές οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί και ελλείψει καλλιεργήσιμης γης ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία. Από τον 12ο και 13ο αιώνα και ο οικισμός αποτελούσε τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1430) και ήταν ανεξάρτητος.
Μετά την υποταγή των Ιωαννίνων στους Οθωμανούς (1430) κινδύνεψαν να γίνουν δούλοι στους σπαχήδες. Γιù αυτό οι Καλαρρυτινοί προτίμησαν να δηλώσουν υποταγή στη Βαλιδέ Σουλτάνα (μητέρα του σουλτάνου) (1478) και να εξασφαλίσουν σημαντικά προνόμια, όπως αυτονομία, ανεξαρτησία, αυτοδιοίκηση, ανεξιθρησκία, κ.ά., με μόνη υποχρέωση να πληρώνουν τους αναλογούντες φόρους.
Ο περιηγητής και στρατιωτικός William Leake αναφέρει ότι η δύναμη που είχαν τα χριστιανικά χωριά που ανήκαν στη Βαλιδέ Σουλτάνα ήταν πολύ μεγάλη. Πριν ο Αλή πασάς γίνει διοικητής των Ιωαννίνων και πάψουν να ισχύουν τα προνόμια υπήρχαν 40 Τουρκικές οικογένειες στους Καλαρρύτες, αλλά με την επιρροή που είχαν οι Χριστιανοί εκείνη την εποχή με την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας κατόρθωσαν να τους διώξουν από το χωριό και μεταφέρθηκαν στη Βεντίστα (σημερινός Αμάραντος), στην αντίθετη πλευρά του Αχελώου. (Travels in Northern Greece τεύχος 1, σελ. 282)
Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, ο οποίος επισκέφτηκε το χωριό το 1814, οι αρχικές καλύβες των Βλάχων κτηνοτρόφων πήραν το όνομα Καλαρρύτες στις αρχές του 13ου αι., από τα νερά που κελάρυζαν κυλώντας από τους βράχους.
Ο γυμνασιάρχης Αρίστος Σούλης στο βιβλίο του «ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΤΩΝ ΚΑΛΑΡΙΤΩΝ, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 1932» έχει διαφορετική άποψη για την προέλευση της λέξης: από τους ντόπιους και από τους κατοίκους των γειτονικών βλαχόφωνων χωριών Συρράκου και Ματσουκιού οι Καλαρρύτες λέγονται στα βλάχικα calar το οποίο στην κουτσοβλαχική γλώσσα σημαίνει ιππέας διότι κατά τους πρώτους χρόνους της τουρκοκρατίας η κοινότητα δόθηκε σαν τιμάριο σε κάποιο σπαχή (ιππέα) Τούρκο.
Πηγές: William M. Leake Τravels in Northern Greece vol. 1 σελ. 274
François Pouqueville
Οι Καλαρρύτες γνώρισαν τη μεγαλύτερη οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη από τα μέσα του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Τα προνόμια εξασφάλισαν στους κατοίκους καλύτερη ποιότητα ζωής και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων.
Το ψυχρό κλίμα δεν ευνοούσε την καλλιέργεια των κηπευτικών με αποτέλεσμα οι μεν άνδρες να στραφούν στην κτηνοτροφία ενώ οι γυναίκες ασχολούνταν με την ραπτική και την υφαντουργία. Στην αρχή τα επαγγέλματα εξυπηρετούσαν τις προσωπικές ανάγκες τους.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο στρατιωτικός και περιηγητής W.M. Leake επισκέφτηκε τους Καλαρρύτες και οπωσδήποτε η περιγραφή του έχει μεγάλη σημασία επειδή συνέπεσε με μια εποχή αλλαγών στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα.
Αρχικά οι Καλαρρυτινοί ανέπτυξαν την οικιακή βιοτεχνία και δημιουργώντας σχέσεις με τις γειτονικές περιοχές άρχισαν να πουλούν αρχικά κτηνοτροφικά προϊόντα στις γειτονικές πόλεις και αργότερα και στους εμπόρους των παραλίων κέντρων του Αμβρακικού κόλπου.
Η αύξηση του κέρδους παρότρυνε τους Καλαρρυτινούς να υφαίνουν τα μαλλιά των κοπαδιών τους. Και επειδή τα βιοτεχνικά προϊόντα είχαν χαμηλή τιμή άρχισαν να υφαίνουν χοντρά μάλλινα υφάσματα, που χρησιμοποιούνταν από τους Αλβανούς για να φτιάχνουν τις κάπες του δικού τους τύπου. Από τον 18ο αιώνα το εμπόριο επεκτάθηκε με κύριο προϊόν το χοντρό μάλλινο ύφασμα (σκουτί) με το οποίο κατασκευάζονταν οι μάλλινοι επενδύτες (κάπες) που φορούσαν οι βοσκοί και οι αγρότες στην Ελλάδα και την Αλβανία, καθώς και οι ναυτικοί της Αδριατικής θάλασσας (François Pouqueville).
Αυτό άνοιξε τον δρόμο για ένα πιο εκτεταμένο εμπόριο. Η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών είχε ως συνέπεια την εγκατάλειψη των καλλιεργειών. Οι Καλαρρυτινοί από κοινού με τους εμπόρους των Ιωαννίνων ξεκίνησαν το πολύτιμο εμπόριο των αποικιακών προϊόντων μεταξύ Ισπανίας, Μάλτας και Τουρκίας. Πολλοί από αυτούς ήταν ιδιοκτήτες πλοίων και φορτίων. Οι πλουσιότεροι κάτοικοι ήταν έμποροι, εγκατεστημένοι στο εξωτερικό και οι οποίοι μετά από μακρόχρονη απουσία επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Ένα μέρος από τα πλούτη τους εκτός από τα αρχοντικά τους που έκτιζαν, το διέθεταν για έργα κοινής ωφέλειας χρηματοδοτώντας την κατασκευή δρόμων, εκκλησιών, σχολείων κ.ά.
Σπάνια όμως επέστρεφαν για μόνιμη διαμονή μέχρι το τέλος της ζωή τους, αρκούμενοι στο μεσοδιάστημα με δύο ή τρεις σύντομες επισκέψεις.
Τα μεσαία στρώματα ακολουθούσαν παρόμοια πορεία. Αλλά επειδή οι δραστηριότητές τους ήταν σε πιο κοντινά μέρη επέστρεφαν συχνότερα και πολλοί από αυτούς. Αυτοί ήταν κυρίως καταστηματάρχες στις πόλεις της Τουρκίας, ή τεχνίτες.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα οι Καλαρρύτες, όπως και το γειτονικό Συρράκο, ήταν σημαντικά κέντρα εξαγωγής προϊόντων, που συγκεντρωνόταν εκεί από τα γειτονικά χωριά και κυρίως από τη Θεσσαλία.
Οι πραματευτάδες (έμποροι) και οι κυρατζήδες (αγωγιάτες) που πραγματοποιούσαν επί πληρωμή τη διεξαγωγή του διαμετακομιστικού εμπορίου αλλά και τη διακίνηση των ανθρώπων, ήταν επίσης επαγγέλματα στα οποία δραστηριοποιήθηκαν οι Καλαρρυτινοί. Κάτοικοι της περιοχής είχαν δημιουργήσει εμπορικούς οίκους σε μεγάλα Ευρωπαϊκά κέντρα, όπως η Τεργέστη και το Λιβόρνο.
Η οικονομική ευημερία και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου έφεραν και την πνευματική άνοδο στο χωριό. Ο πληθυσμός αυξήθηκε (περίπου 3.000 μόνιμοι κάτοικοι), άνοιξαν σχολεία και ανώτερες σχολές, κυκλοφόρησαν βιβλία και εφημερίδες και γενικά το πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο παρουσίαζε μεγάλη άνθηση.
Αυτό βεβαιώνουν στα βιβλία τους και οι περιηγητές William M. Leake και Pouqueville. Μάλιστα αναφέρουν ότι υπήρχαν βιβλιοθήκες με αρχαία συγγράμματα, βιβλία στα Γαλλικά και Ιταλικά, το χωριό διέθετε δικό του μόνιμο γιατρό (Κερκυραίο) ενώ οι κάτοικοι μιλούσαν ξένες γλώσσες και γνώριζαν τις τιμές των χρηματιστηρίων των Ευρωπαϊκών πόλεων. Καθόλου περίεργο που ο Αλή Πασάς είχε εξοχικό σπίτι στους Καλαρρύτες.
Πηγή: http://kalarrytes.gr/tradition.htm, Επαγγέλματα
Εκεί που οι Καλαρρυτινοί διέπρεψαν είναι ο τομέας της αργυροχρυσοχοΐας. Το τμήμα του πληθυσμού που δεν είχε κεφάλαιο να ασχοληθεί με το εμπόριο ασχολήθηκε με την ασημουργία. Οικογένειες αργυροχόων όπως των Τσιμούρη στους Καλαρρύτες και τα Ιωάννινα, Μπάφα στη Ζάκυνθο, Παπαγεωργίου και Παπαμόσχου στην Κέρκυρα, Νέσση (Nessi) κα Βούλγαρη (Bulgari) στην Ιταλία είναι μερικά από τα ονόματα, γνωστά μέχρι σήμερα.
Η στροφή των Καλαρρυτινών στο επάγγελμα αυτό ξεκίνησε όταν οι άρχοντες των Ιωαννίνων στα μέσα του 17ου αιώνα έχασαν την κτηματική περιουσία τους επειδή έπαψε να ισχύει το σύστημα των χριστιανών τιμαριούχων αναγκάστηκαν να ωθήσουν παιδιά τους στις τέχνες το εμπόριο και τα γράμματα. Τα παιδιά δύο οικογενειών, από τις πλέον ευγενείς των Ιωαννίνων, του Συρβάνου και του Σουγδορή, έμαθαν τη χρυσοχοϊκή τέχνη και έγιναν επιτήδειοι τεχνίτες. Στα εργαστήριά τους μαθήτευσαν Καλαρρυτινοί. Έτσι πέρασε η αργυροχρυσοχοΐα στους Καλαρρύτες, την οποία ανέπτυξαν και καλλιέργησαν σε σημαντικό βαθμό. Από αυτούς η τέχνη εξαπλώθηκε στο Συρράκο και λιγότερο στο Μέτσοβο. Από τον 18ο αιώνα, οι Καλαρρύτες έγιναν ονομαστό κέντρο.
Οι τεχνίτες αργυροχόοι συνήθως δεν υπέγραφαν τα έργα τους. Κατείχαν όλες τις τεχνοτροπίες της κατεργασίας των πολύτιμων μετάλλων, τις οποίες εφάρμοσαν με θαυμαστή επιτυχία. Με όποιο τρόπο κι αν δούλευαν το ασήμι, τα αποτελέσματα ήταν θαυμαστά. Στα εργαστήριά τους κατασκευάστηκαν τα πιο περίτεχνα ασημουργικά εκκλησιαστικά και κοσμικά καλλιτεχνήματα του 18ου αιώνα και τα προϊόντα τους κυριάρχησαν σε γνωστές αγορές της Δύσης
Τον Ιούνιο του 1821, οι Καλαρρύτες και το Συρράκο μετά την αποτυχημένη επανάσταση παραδόθηκαν στη φωτιά. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα Επτάνησα (Ζάκυνθος, Κέρκυρα), και κάποιοι στην Ιταλία. Στα 1830, στους Καλαρρύτες ζούσαν μόλις 26 οικογένειες.
Τον υπόλοιπο 19° αιώνα, η μειωμένη παραγωγή και η κάμψη του εμπορίου ανάγκασε τους κατοίκους να στραφούν και πάλι στην κτηνοτροφία που αποτελεί σταθερά και με απασχόληση μικρότερης κλίμακας στη γεωργία.
Η τέχνη της αργυροχοΐας αποτελεί έναν από τους ελάχιστους κλάδους της ελληνικής λαϊκής τέχνης που συνεχίζει την παραγωγή έργων. Στους Καλαρρύτες σήμερα δεν υπάρχουν εργαστήρια και τεχνίτες. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες και γραπτές πηγές το σημείο οριστικής λήξης της δραστηριότητας στους Καλαρρύτες τοποθετείται στη δεκαετία του 1940-1950. Από τα μέσα του 19ου αιώνα έχουν συγκεντρωθεί στα αστικά κέντρα, όπως στα Ιωάννινα, την Άρτα, πόλεις της Θεσσαλίας και την Αθήνα, συνεχίζοντας την παράδοση.
Πηγή: Γιώργος Καραμπελιάς – Συνεπτυγμένη μορφή κεφαλαίου ανέκδοτης μελέτης για τη Μεταβυζαντική ζωγραφική
Το 18ο αιώνα οι Καλαρρύτες έγιναν ένα μικρό καλλιτεχνικό κέντρο ζωγραφικής εκκλησιών με ιδιαίτερα λαϊκά στοιχεία. Οι Καλαρρύτες, που έφθασαν ίσως και τους 6.000 κατοίκους αριθμούσαν δέκα καταμετρημένους επώνυμους ζωγράφους, με πιο γνωστό τον ζωγράφο και μουσικό Δημήτριο Ζούκη, ο οποίος ζωγράφισε τον εξωνάρθηκα του ναού της Κοιμήσεως, στην Καλαμπάκα (1782), τον ναό Αγίου Αθανασίου στην Καστανιά Τρικάλων (1783), τον νάρθηκα στη μονή Υπαπαντής (1784) τον διάκοσμο στο καθολικό της μονής Αγίας Τριάδας –στα Μετέωρα και οι δύο–, όπως και αρκετές φορητές εικόνες. Ο Δημήτριος Κωνστάντιος ανεβάζει σε δέκα οκτώ τους ζωγράφους από τους Καλαρρύτες που, κατά την περίοδο 1714-1808, αγιογραφούν πολλούς ναούς και φορητές εικόνες μέχρι την Καλαμπάκα.
Πηγή: http://kalarrytes.gr/history.htm
«Και χάλασαν τους Έλληνες και αφανίστηκαν οι δυστυχείς Καλαρρυτιώτες, οπόταν οι πλέον πλούσιοι σ’ εκείνα τα μέρη κι έμειναν διακονιαραίοι. Αφανίστηκαν αυτείνοι και ο τόπος τους ερήμαξε»
γράφει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του
Μετά την πρώτη πολιορκία του Αλή στα Γιάννενα (1821), είχαν καταφύγει στους Καλαρρύτες πολλοί ευκατάστατοι Γιαννιώτες (Χριστιανοί, Εβραίοι αλλά και Οθωμανοί) με αξιόλογη κινητή περιουσία. Τον Ιούνιο του 1821, οι Καλαρρύτες και το Συρράκο μετά την αποτυχημένη επανάσταση παραδόθηκαν στη φωτιά. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα Επτάνησα (Ζάκυνθος, Κέρκυρα), και κάποιοι στην Ιταλία. Η λεηλασία που ακολούθησε έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στους φυγάδες να απομακρυνθούν. Η καταστροφή υπήρξε ολοκληρωτική.
Οι Καλαρρύτες γνώρισαν πρωτοφανή ερήμωση, αφού στις παραμονές του 1821 αριθμούσαν περίπου 500 οικογένειες και στην απογραφή του 1831 παρουσιάζονται μόνο 26 από αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες είναι φτωχές και βιοποριζόμενες. Οι δύο διαταγές (μπουγιουρντί) που εκδόθηκαν το 1822 και το 1826 για αμνηστία και ασφαλή επιστροφή των κατοίκων, δεν στάθηκαν να πείσουν τους Καλαρρυτινούς. Μόνο λίγες οικογένειες αποφάσισαν να επιστρέψουν κάνοντας μια νέα αρχή.
Η ανασυγκρότηση έγινε με δυσκολία και αργούς ρυθμούς ανάγκασε τους κατοίκους να στραφούν και πάλι στην κτηνοτροφία που αποτελεί σταθερή αξία και με απασχόληση μικρότερης κλίμακας στη γεωργία.
Το 1828 λειτούργησε πάλι το σχολείο. Από το 1870 και έπειτα διαπιστώνεται οικιστική ανάκαμψη, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανόδου αλλά και της εξοικονόμησης χρημάτων στους τόπους μετανάστευσης. Αρκετοί Καλαρρυτινοί επέστρεψαν και ανοικοδόμησαν τα παλιά τους σπίτια. Πολλά από τα σημερινά σπίτια, έχουν κτιστεί την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα.
Μετά την προσάρτηση του νομού Άρτας στην ελεύθερη Ελλάδα, με τα σύνορα του Ελληνικού κράτους να φτάνουν ως τον Καλαρρύτικο ποταμό, οι Καλαρρύτες ελευθερώθηκαν το 1881.
Είναι από τους οικισμούς που διατήρησαν την αρχιτεκτονική τους. Στο χωριό, δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα, γιατί τα καλντερίμια του δεν επιδέχονται κακομεταχείριση. Οι Καλαρρύτες είναι ανακηρυγμένος παραδοσιακός οικισμός. Μαζί με το γειτονικό Συρράκο είναι τα μόνα χωριά που διατηρούν αναλλοίωτη αυτή την αρχιτεκτονική στα νότια του νομού Ιωαννίνων.
Η απότομη κλίση του εδάφους διαμορφώνει και την αρχιτεκτονική μορφή του οικισμού. Σε κάθε δομική εργασία από τους ιδιωτικούς μέχρι τους κοινοτικούς χώρους η γκρίζα πέτρα του τόπου είναι και το βασικό υλικό δόμησης και η ξυλεία από τα Πράμαντα και τους Μελισσουργούς. Η μεταφορά γινόταν με υποζύγια κάτι που κόστιζε ακριβά. Το ίδιο παρατηρείται και σήμερα όταν οι κάτοικοι θέλουν να συντηρήσουν ή να χτίσουν καινούρια σπίτια.
Η περιήγηση στο χωριό αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική εμπειρία. Τα σπίτια, τα καλντερίμια, οι πέτρινες βρύσες, οι εκκλησίες, είναι όλα κτισμένα με τη ντόπια πέτρα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα η εξωτερική δωρική όψη των σπιτιών, και οι πέτρινες καμάρες στο ισόγειο που στηρίζουν όλο το οικοδόμημα. Τα παράθυρα με τα παντζούρια σε πράσινο, μπλέ ή καφέ χρώμα, και οι όμορφες πέτρινες βρύσες με τα σκέπαστρα. Πέτρινοι επίσης είναι οι νερόμυλοι, οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα αλώνια.
Ο William Leaake αναφέρει ότι το χτίσιμο ήταν ακριβό στους Καλαρύτες. Μια γυναίκα που κουβαλάει μια μεγάλη πέτρα στην πλάτη της από το λατομείο, που απέχει περίπου ένα μίλι από το άκρο της πόλης, λαμβάνει κάθε φορά 6 παράδες και μπορεί να κάνει δέκα διαδρομές ημερησίως. Η δαπάνη στη λατόμηση είναι 2 παράδες παραπάνω, έτσι ώστε μέχρι να μπει η πέτρα στον τοίχο να κοστίζει όχι λιγότερο από 10 παράδες. Τις μικρότερες πέτρες τις φέρνουν μουλάρια. Η ξυλεία κόβεται και μεταφέρεται από τα Πράμαντα και τους Μελισσουργούς ή από ένα μεγάλο δάσος στην ανατολική πλευρά των βουνών στο δρόμο για τα Τρίκαλα, σε απόσταση περίπου 3 ωρών. Ένα μαδέρι από έλατο από το δάσος των Πραμάντων που μεταφέρεται στον ώμο αυτού που το κόβει εκεί, πωλείται στους Καλαρρύτες από 35 έως 40 παράδες.
Εντύπωση κάνουν τα πολλά γεφύρια σε όλον τον οικισμό. Τα πολλά ρέματα και οι κλίσεις του εδάφους ανάγκασαν τους κατοίκους να τα χτίσουν 24 γεφύρια μικρά ή μεγαλύτερα μέσα στον οικισμό.
Οι Καλαρρύτες σήμερα
Σήμερα οι Καλαρρύτες είναι ένα τυπικό βλαχοχώρι που ευτυχώς δεν έχει ερημώσει όπως άλλα χωριά και υπάρχει ζωή ακόμη και το χειμώνα. Περίπου 15-20 άτομα, οι περισσότεροι συνταξιούχοι. Το καλοκαίρι όμως γεμίζει από κόσμο, τόσο από τους επισκέπτες όσο και από τους Καλαρρυτινούς που έχουν επισκευάσει τα σπίτια τους και επισκέπτονται την πατρίδα τους.
Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και τον τουρισμό. Στο χωριό, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα, γιατί τα καλντερίμια του δεν επιδέχονται κακομεταχείριση. Στο κέντρο του χωριού στην όμορφη πλακόστρωτη πλατεία που αποτελεί και το κέντρο της ζωής της κοινότητας, δεσπόζει ένας τεράστιος πλάτανος και τα μεγάλα σκαλοπάτια θυμίζουν θέατρο και χρησιμεύουν για κάθισμα των θεατών όταν γίνονται οι γιορτές και οι εκδηλώσεις.
Τι να δείτε στους Καλαρρύτες
Στα αξιοθέατα του χωριού συμπεριλαμβάνονται τα αρχοντικά των: Βούλγαρη, Μπαζάκη , Μπαρμπoύτη, Νέσση, Τουρτούρη, Παράσχη, Πατούνη, Ραφτάνη , Μπαικούση, Κωσταδήμα. Από αυτά, άλλα είναι διατηρημένα και άλλα ερειπωμένα.
Γεφύρια
Το γεφύρι Κουϊάσας (Νταμύρη)
Πέτρινο μονότοξο γεφύρι στο δρόμο που ανεβαίνει για το χωριό, στην ομώνυμη τοποθεσία, στα 742 μέτρα υψόμετρο, πάνω από τον Καλαρρύτικο ποταμό και σε ένα πολύ ωραίο φυσικό τοπίο μέσα στη χαράδρα του. Δυστυχώς η πυκνή βλάστηση το κάνει σχεδόν αθέατο.
Είναι προσιτό με μικρό μονοπάτι (υπάρχει σχετική πινακίδα στο δρόμο). Πρόκειται για ένα γεφύρι με θεμέλια στο βράχο και με βοηθητικό τοξωτό άνοιγμα. Χτίστηκε το 1800, άγνωστο από ποιον, με χρήματα που πρόσφεραν οι Καλαρρυτινοί για να μπορούν να περνάνε τα καραβάνια τους. Κάποια έργα συντήρησης έχουν γίνει αφού το γεφύρι έπαθε ζημιές από κατολισθήσεις. Αρκετά πιο πάνω από το γεφύρι βρίσκεται και ένας αναπαλαιωμένος νερόμυλος με μαντάνι και ντριστέλλα.
Το γεφύρι του Ραφτάνη ή του Σταθμού
Πέτρινο δίτοξο γεφύρι που βρίσκεται κάτω από το χωριό Κηπίνα (πρώην Αρμπορέσι) και γεφυρώνει τον Καλαρρύτικο ποταμό.
Εκτός από την πρώτη ονομασία του που παραπέμπει στον χορηγό λεγόταν και γεφύρι του Σταθμού (Πούντα αλ Σταθμόλου για τους Βλάχους κατοίκους της περιοχής) επειδή δίπλα υπήρχε τελωνείο των ελληνοτουρκικών συνόρων την περίοδο 1881-1912.
Ο χορηγός του γεφυριού πρέπει να υπήρξε ο Χριστόδουλος Ραφτάνης (1752-1822) από τους Καλαρρύτες που εμπορευόταν στη Ζάκυνθο μέχρι το ξέσπασμα της επανάστασης και την καταστροφή του χωριού, οπότε και έφυγε οικογενειακώς και εγκαταστάθηκε στο νησί.
Όσο για τη χρονολογία κατασκευής, σύμφωνα με το Νίκο Παπακώστα ιστορητή των Τζουμέρκων και γεννημένο το 1833, το γεφύρι είναι από τα παλιά γεφύρια και τοποθετείται σε αυτά που κτίστηκαν πριν την προσάρτηση στο ελληνικό κράτος (1881) δηλ. τα «αρχαία» όπως ονομάζονταν
Πηγή: ΓΕΦΥΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ- ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΜΑΝΤΑΣ ΤΟΜΟΣ Β΄ σελ. 332
Το γεφύρι του Φίλου (ή Τουρτούρη)
Βρίσκεται κάτω από τους Καλαρρύτες, λίγο πριν αρχίσουν οι ανηφορικές στροφές για το χωριό. Γεφυρώνει τον Χρούσια, που μαζί με τον Καρλίμπους και το Ματσουκιώτικο δημιουργούν πιο κάτω τον Καλαρρύτικο (Ντουβιάκα).
Εμφανές χαρακτηριστικό του γεφυριού είναι η τοιχοποιία του που είναι διαφορετικών εποχών λόγω αρκετών επεμβάσεων και ανακαινίσεων στο χρόνο.
Σύμφωνα με πληροφορίες το γεφύρι είναι παλιό ως προς ένα μέρος της κατασκευής. Σύμφωνα με το ξεχασμένο σήμερα όνομά του κατασκευάστηκε από την εύπορη οικογένεια Τουρτούρη. Τα τρία αδέρφια Δημήτριος, Γεώργιος και Κωνσταντίνος, δραστηριοποιούνταν εμπορικά στη Βενετία και αλλού.
Η χρονολογία κατασκευής του το 1908 και η κατασκευή του από τον πρωτομάστορα κάποιον Φίλο από τα Άγναντα είναι ατεκμηρίωτη και θεωρείται ανακριβής. Ποτέ μάστορας, κατασκευαστής γεφυριού, δεν ονομάτισε έργο του και μάλιστα σε κτητορική επιγραφή. Οι μαστόροι ήταν οι αφανείς ήρωες και οι χορηγοί εισέπρατταν τη φήμη.
Πηγή: ΓΕΦΥΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ- ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΜΑΝΤΑΣ ΤΟΜΟΣ Β΄ σελ. 340
Το γεφύρι του Καρλίμπους
Βρίσκεται ανάμεσα στους Καλαρρύτες και το Ματσούκι, στο ποτάμι Καρλίμπους, χτισμένο ακριβώς στη θέση του προηγούμενου γεφυριού. Παλιά στην περιοχή υπήρχαν και λειτουργούσαν μύλος, μαντάνια και ντριστέλα.
Πηγή: ΓΕΦΥΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ- ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΜΑΝΤΑΣ ΤΟΜΟΣ Β΄ σελ. 337
Το γεφύρι του Συγκούνα
Είναι ένα πολύ όμορφο μονότοξο γεφύρι θεμελιωμένο πάνω στα βράχια και γεφυρώνει στη θέση “Τσιάλη” τον Καλαρρύτικο ποταμό σύνορο Ελλάδας και Τουρκίας από το 1881 μέχρι το 1912. Βρίσκεται στο δρόμο από τη Μονή Κηπίνας προς Χριστούς.
Σύμφωνα με τον Ι. Λαμπρίδη ο ηγούμενος της Μονής Κηπίνας Καλλίνικος (1760) κατέβαλε το απαιτούμενο ποσό για την ανέγερση του γεφυριού. Πάντως η ονομασία ίσως να παραπέμπει σε μεταγενέστερο επισκευαστή αφού στο κοντινό Συρράκο υπήρχαν πρόσωπα με το όνομα «Συγκούνης» ή «Συγκούνας».
Πηγή: ΓΕΦΥΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ- ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΜΑΝΤΑΣ ΤΟΜΟΣ Β΄ σελ. 330
Εκκλησίες, Μοναστήρια και Ξωκλήσια
Ο Άγιος Νικόλαος (πολιούχος του χωριού)
Mεγάλη τρίκλιτη βασιλική με εντυπωσιακό τρούλο. Άγνωστο πότε κτίστηκε αλλά μετά την καταστροφή του 1821 επισκευάστηκε θαυμάσια από τους παλιννοστούντες. Λόγω της τρισυπόστατης ιδιότητας τα τρία κλίτη είναι αφιερωμένα στον Άγιο Νικόλαο (κεντρικό), στον Άγιο Χαράλαμπο (δεξιό) και στους Αγίους Πάντες (αριστερό).
Η Αγία Τριάδα
Χτίστηκε το 1818 αλλά το 1821 καταστράφηκε, επισκευάστηκε το 1846 για να καταστραφεί εκ νέου το 1943 από τα γερμανικά στρατεύματα. Πάλι όμως με χρηματικές δωρεές Καλαρρυτινών και Θεσσαλών επισκευάστηκε το 1999.
To χωριό επίσης έχει 7 αξιόλογα ξωκλήσια χτισμένα τριγύρω στην περιοχή.
Μονή Κηπίνας
Στο δρόμο για Καλαρρύτες ψηλά σε έναν κάθετο βράχο ύψους 40 μέτρων περίπου και πάνω από το φαράγγι που διαρρέει ο Καλαρρύτικος ποταμός υπάρχει ένας αθέατος θρησκευτικός θησαυρός. Η Μονή Κηπίνας αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι χωμένη κυριολεκτικά στον βράχο έχοντας απεριόριστη θέα στις γύρω κορυφές. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή χτίστηκε το 1349 και ανήκει στον μικρό οικισμό του Μυστρά (παλιό Αρμπορούσι ή Αρμπορίση).
Δραστηριότητες
Ξεκινώντας από τις πιο εύκολες: Περίπατοι μέσα στο χωριό και στα κοντινά μονοπάτια, ψάρεμα της άγριας κόκκινης πέστροφας του Καλαρρύτικου ποταμού και κολύμπι στα καθαρά αλλά παγωμένα νερά του.
Υπάρχουν και οι δύσκολες αλλά εντυπωσιακές: Πεζοπορικές διαδρομές και ορειβασία στις γύρω τοποθεσίες του όρους Λάκμος που υψώνεται πάνω από το χωριό, ανάβαση στα ορεινά βοσκοτόπια του χωριού και στα υψίπεδα της Βερλίγκας της τρίτης «θρυλικής» δρακόλιμνης της Πίνδου.
Επίσης μια πολύ όμορφη διαδρομή (λίγο κουραστική) είναι η διάσχιση του μονοπατιού (3 χλμ. περίπου) που ενώνει τα δύο χωριά Καλαρρύτες-Συρράκο εδώ και αιώνες.
Με το αυτοκίνητο μπορεί να διασχίσει κανείς τον αυχένα του Μπάρου και να φτάσει μέχρι την Ανθούσα και το Χαλίκι και τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής του Ασπροποτάμου.
Πλωτές καταβάσεις στους ποταμούς Καλαρρύτικο και Άραχθο αποτελούν μοναδική εμπειρία για τους λάτρεις αυτών των δραστηριοτήτων. Άλλωστε υπάρχουν γραφεία που διοργανώνουν τέτοιες δραστηριότητες.
Διαβάστε επίσης για την μαγευτική κυκλική περιπατητική διαδρομή Συρράκο – Καλαρρύτες εδώ.
Διαμονή
Τα τελευταία χρόνια ο οικισμός παρουσιάζει τουριστική ανάπτυξη. Τα παλιά αρχοντικά έχουν αναπαλαιωθεί και μετατραπεί σε καλαίσθητους ξενώνες συνδυάζοντας τον παραδοσιακό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα με την άνετη διαμονή.
Φαγητό
Σε ένα κατ’ εξοχήν ορεινό μέρος οι ταβέρνες που είναι οικογενειακές επιχειρήσεις διατηρούν την παραδοσιακή κουζίνα με τις πατροπαράδοτες συνταγές και με κύρια προϊόντα τα κτηνοτροφικά (φημίζεται για τα ψητά και βραστά κρέατα). Μια ωραία σπεσιαλιτέ είναι οι νάνες βουνού (άγρια χόρτα που φυτρώνουν μετά το χιόνι) με τηγανητή φέτα, λάδι και λίγο σκόρδο. Ονομαστές και πεντανόστιμες οι ηπειρώτικες πίτες όπως χορτόπιτα, τυρόπιτα, τραχανόπιτα, γαλατόπιτα, ρυζόπιτα, πλατσί εντα (είδος ζυμαρόπιτας), μπατσαριά ή μασόντρα (παραλλαγή χορτόπιτας με ζύμη απο καλαμποκίσιο αλεύρι). Και φυσικά άγρια πέστροφα από το ποτάμι, ντόπιο τσίπουρο και κρασί.